Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

ΠΕΡΙ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΒΙΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ (Χριστιανών): απόδοση στα Νέα Ελληνικά


ΕΠΙΣΤΟΛΗ 22 του Μεγάλου Βασιλείου
ΠΕΡΙ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΒΙΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ (Χριστιανών)

1. Από τα πολλά πράγματα τα οποία δεικνύει η θεόπνευστος Γραφή και τα οποία οφείλουν να πραγματοποιηθούν από τους αποφασισμένους να ευαρεστήσουν τον Θεό έκρινα αναγκαίο να σημειώσω σε σύντομο υπόμνημα μόνο εκείνα τα οποία επί του παρόντος ανακινήθηκαν μεταξύ σας. Την δια κάθε σημείο μαρτυρία που είναι ευκατάληπτος αφήνω να την ανεύρουν οι απασχολούμενοι με την ανάγνωση της Γραφής, οι οποίοι θα είναι ικανοί να την υπενθυμίσουν και στους άλλους. 
Ότι πρέπει ο Χριστιανός στο χώρο της διακονίας του εν Χριστό να έχει φρόνιμα άξιο της επουρανίου κλήσεως και να ακολουθεί βίο άξιο του Ευαγγελίου του Χριστού. 
Ότι δεν πρέπει ο Χριστιανός να παίρνει επιπόλαιες αποφάσεις και να παρασύρεται από λόγους, καταστάσεις και πράγματα ο νους του μακράν της μνήμης του Θεού και της θελήσεως και των κριμάτων αυτού. 
Ότι πρέπει ο Χριστιανός γινόμενος με τον τρόπο ζωής του εις όλα ανώτερος από την «κατά νόμο δικαίωση» να μην ορκίζεται ούτε να ψεύδεται. 
Ότι δεν πρέπει να βλασφημεί ούτε να υβρίζει ούτε να μάχεται ούτε να αποδίδει κακό αντί κακού ούτε να οργίζεται. 
Ότι πρέπει να μακροθυμεί, οτιδήποτε και αν πάσχει, και να ελέγχει καταλλήλως τον αδικούντα, όχι όμως από πάθος εκδικήσεως άλλα από επιθυμία διορθώσεως του αδελφού, κατά την εντολή του Κυρίου. 
Ότι δεν πρέπει να λέει κάτι εναντίον απόντος αδελφού με σκοπό να τον διαβάλλει, πράγμα το οποίο είναι συκοφαντία, ακόμα και αν είναι αληθινά τα λεγόμενα. 
Ότι πρέπει να αποστρέφεται αυτόν που διαβάλει τον αδελφό του. 
Ότι δεν πρέπει να λέει ευτράπελα. 
Ότι δεν πρέπει να γελά ούτε να ανέχεται τους γελωτοποιούς. 
Ότι δεν πρέπει να ματαιολογεί λέγοντας κάτι που ούτε εις ωφέλεια των ακουώντων αποβαίνει ούτε εις την αναγκαία και επιτρεπτή οικειότητα με τον Θεό συντελεί. Ούτω και οι εργαζόμενοι πρέπει να φροντίζουν, όσο είναι δυνατό, να εργάζονται με ησυχία και τους αγαθούς λόγους να απευθύνουν προς εκείνους που είναι εμπιστευμένοι να οικονομούν τον λόγο μετά διακρίσεως προς οικοδομή της πίστεως, δια να μη λυπείτε το Άγιον του Θεού Πνεύμα. 
Ότι δεν πρέπει κάποιος που έρχεται έπειτα από άλλους να λαμβάνει το θάρρος να πλησιάζει ένα από τους αδελφούς και να του ομιλεί, πριν οι έχοντες αναλάβει την φροντίδα της ευταξίας δοκιμάσουν πώς αρέσει εις το Θεό δια το κοινό συμφέρον. 
Ότι δεν πρέπει να υποδουλώνεται είς τον οίνο, ούτε να καταλαμβάνεται από πάθος δια την κρεοφαγία, ούτε να γίνεται λαίμαργος δι’ οποιοδήποτε φαγητό και ποτό, διότι ο αγωνιζόμενος εγκρατεύεται τα πάντα. 
Ότι από όσα δίδονται εις τον καθένα προς χρήση δεν πρέπει να έχει τίποτα ως δικό του ή να αποθηκεύει, αλλά προσέχοντας με φροντίδα δι’ όλα ωσάν ν’ ανήκουν είς τον Κύριο, να μην περιφρονεί τίποτε από όσα τυχόν ρίπτονται ή παραμερίζονται.

 

Ότι δεν πρέπει να είναι κανείς ούτε του εαυτού του κύριος, αλλα να σκέπτεται και να ενεργεί εις όλα κατά τέτοιον τρόπο, ωσάν να έχει παραδοθεί υπό του Θεού εις δουλείαν εις τους ομοψύχους αδελφούς και παντός ο καθένας να μένει εις την τάξη του.

2. Ότι δεν πρέπει να γογγύζει ούτε από στεναχώρια δια την έλλειψη των αναγκαίων, ούτε από την κόπωση δια την εργασία, διότι εις κάθε περίπτωση την κρίση έχουν οι εμπεπιστευμένοι την αντίστοιχη εξουσία. 
Ότι δεν πρέπει να γίνεται κραυγή ούτε άλλη εκδήλωση ή κίνηση εις την οποία μαρτυρείτε θυμός ή απομάκρυνση από την βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι παρόν. 
Ότι πρέπει η φωνή να είναι σύμμετρος με την εκάστοτε ανάγκη. 
Ότι δεν πρέπει ν’ αποκρίνεται σε κάποιον ή να κάνει κάτι, με θρασύτητα και καταφρόνηση άλλα να δεικνύεις όλα και προς όλους την επιείκεια και την εκτίμηση. 
Ότι δεν πρέπει να κάνει νοήματα δια του οφθαλμού με δόλο ή να χρησιμοποιεί άλλο σχήμα ή κίνημα μέλους, το οποίο λυπεί τον αδελφό ή μαρτυρεί καταφρόνηση. 
Ότι δεν πρέπει να καλοπίζεται είς τον ιματισμό και την υπόδηση, πράγμα που δεικνύει κενοδοξία. 
Ότι πρέπει να χρησιμοποιεί απλά πράγματα για τις σωματικές του ανάγκες. 
Ότι δεν πρέπει να ξοδεύει τίποτε περισσότερο από τα αναγκαία και χάρη πολυτελείας, πράμα που είναι κατάχρηση. 
Ότι δεν πρέπει να ζητεί τιμές και να επιδιώκει πρωτεία. 
Ότι πρέπει ο καθένας να προτιμά από τον εαυτό του όλους τους άλλους. 
Ότι δεν πρέπει να είναι ανυπάκουος. 
Ότι εκείνος που μπορεί να εργασθεί, δεν πρέπει να τρώει αργόσχολα, αλλ’ ακόμα και ο ασχολούμενος με καθήκον που επιδιώκει την δόξα του Χριστού πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια ώστε να εκτελεί το καταδύναμιν έργο. 
Ότι ο καθένας πρέπει με την έγκριση των προϊσταμένων να κάνει τα πάντα με λόγο και βεβαιότητα, μέχρι και αυτού του φαγητού και του ποτού, σαν αυτά να γίνονται είς δόξαν Θεού. 
Ότι δεν πρέπει να μεταβαίνει κανείς από ένα έργο εις άλλο χωρίς την δοκιμασία των εχόντων την εξουσία να ρυθμίζουν τα τοιαύτα πράγματα, εκτός και αν κάποιον τον καλεί απαραίτητος ανάγκη εις επείγουσα βοήθεια εκείνου που του λείπουν οι δυνάμεις. 
Ότι πρέπει ο καθένας να μένει εις ότι ετάχθη και να μην επεμβαίνει υπερβαίνων την αρμοδιότητα του εις ξένα έργα εκτός και αν οι έχοντες την ευθύνη δια τα τοιαύτα κρίνουν ότι κάποιος χρειάζεται βοήθεια. 
Ότι δεν πρέπει να ευρίσκεται κανείς εις άλλο εργαστήριο αντί του δικού του. 
Ότι δεν πρέπει να κάνει κάτι με πνεύμα φιλονικίας ή έριδας.

3. Ότι δεν πρέπει να φθονεί για την ευδοκίμηση του άλλου ούτε να επιχαίρει για τα ελαττώματα κάποιου προσώπου. 
Ότι πρέπει με αγάπη Χριστού να λυπάται και να συντρίβεται για τα ελαττώματα του αδελφού και να ευφραίνεται για τα κατορθώματα του. 
Ότι δεν πρέπει να αδιαφορεί για τους αμαρτάνοντας η να εφησυχάζει. 
Ότι ο ελέγχων πρέπει να ελέγχει με κάθε ευσπλαχνία με φόβο Θεού και με σκοπό να επιστρέψει ο αμαρτωλός. 
Ότι δεν πρέπει όταν κάποιος κατηγορείτε, άλλος ενώπιον εκείνου ή μερικών άλλων να αντιλέγει προς τον κατήγορο. Εάν δε συμβεί κάποτε να φανεί σε κάποιον η κατηγορία παράλογη, να συζήτηση το θέμα ιδιαιτέρως με τον κατήγορο και να τον πείσει ή να πεισθεί. 
Ότι πρέπει ο καθένας, όσο του είναι δυνατό, να κατευνάζει εκείνον που έχει έχθρα εναντίον του. 
Ότι δεν πρέπει να μνησικακεί εναντίον του αμαρτήσαντος και μετανοούντος, αλλά να τον συγχωρεί εκ καρδίας. 
Ότι δεν πρέπει εκείνος, που λέει ότι μετανοεί για κάποιο αμάρτημα να μην λυπάται μόνο για το αμάρτημα άλλα και να κάνει καρπούς άξιους της μετανοίας. 
Ότι εκείνος που επαιδεύθει για τα πρώτα αμαρτήματα και αξιώθηκε της αφέσεως, εάν αμαρτήσει πάλι, κατασκευάζει εις τον εαυτό του το κρίμα θείας οργής χειρότερο από το προηγούμενο. 
Ότι πρέπει αυτός που μετά την πρώτη και δεύτερη νουθεσία επιμένει εις στο σφάλμα του να οδηγηθεί εις τον προεστότα μην τυχόν αισθανθεί ντροπή, όταν επιτιμηθεί από περισσότερους. Εάν δεν διορθωθεί ούτε με αυτόν τον τρόπο, να αποκόπτεται πλέον ως σκάνδαλο και να θεωρείτε ως εθνικός και τελώνης, χάριν της διασφαλίσεως των καλλιεργούντων την υπακοή με ζήλο κατά το λεγόμενο « όταν κρημνίζωνται οι ασεβείς, οι δίκαιοι καταλαμβάνονται από φόβο». Πρέπει δε να πενθούν δι’ αυτού, ως μέλος που αποκόπηκε από το σώμα. 
Ότι δεν πρέπει ο ήλιος να δύει επί του εξοργισμένου αδελφού, μη τυχόν η νύχτα τον φέρει εις πλήρη διάσταση και αφήσει αναπόφευκτον κατηγορία κατά την ημέρα της κρίσεως. 
Ότι δεν πρέπει να αναμένει την κατάλληλη ευκαιρία προς διόρθωση εαυτού, διότι δεν είναι βέβαιος περί της αύριον. Πράγματι πολλοί πολλά εσχεδίαζαν δι’ αύριο, αλλά δεν την έφθασαν. 
Ότι δεν πρέπει να απατάται από χόρτασμα κοιλίας, από την οποία προέρχονται νυκτερινές φαντασιώσεις. 
Ότι δεν πρέπει να περισπάτε εις άμετρον εργασία και να υπερβαίνει τα όρια της αυτάρκειας κατά τον απόστολο που είπε « έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα θ’ αρκεστόμεν εις αυτά», διότι η πέραν από την ανάγκη αφθονία παρουσιάζει εικόνα πλεονεξίας, η δε πλεονεξία έχει αποκηρυχθεί ως ειδωλολατρία. 
Ότι δεν πρέπει να είναι φιλάργυρος ούτε να θησαυρίζει ανώφελα πράγματα, που δεν έχει ανάγκη. 
Ότι πρέπει ο προσευχόμενος εις τον Θεό ν’ ασπάζεται την ακτημοσύνη κατά πάντα και να είναι προσηλωμένος εις τον φόβο του Θεού, κατά τον ειπόντα. «Προσήλωσε εις τον φόβο σου τας σάρκα μου, διότι εφοβήθην από τας κρίσεις σου». 
Είθε δε να δώσει ο Κύριος να δεχθήται τις οδηγίες μου με όλη την πεποίθησης, ώστε να επιδείξετε καρπούς αξίους του Πνεύματος εις δόξαν Θεού, με την ευδοκία του Θεού και την συνεργία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αμήν.

ΠΕΡΙ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΒΙΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ (Χριστιανών)


Επιστολή 22η του Μεγάλου Βασιλείου
ΠΕΡΙ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΒΙΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ (Χριστιανών)

22.1 Πολλῶν ὄντων τῶν ὑπὸ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς δηλουμένων καὶ τῶν κατορθοῦσθαι ὀφειλόντων τοῖς ἐσπουδακόσιν εὐαρεστῆσαι τῷ Θεῷ, περὶ μόνων τέως τῶν ἐπὶ τοῦ παρόντος κινηθέντων παρ' ὑμῖν, ὡς ἔμαθον ἐξ αὐτῆς τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, ἐν συντόμῳ ὑπομνήσει εἰπεῖν ἀναγκαίως προεθυμήθην, τὴν περὶ ἑκάστου μαρτυρίαν εὔληπτον οὖσαν καταλείψας ἐπιγινώσκειν τοῖς περὶ τὴν ἀνάγνωσιν ἀπασχολουμένοις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους ὑπομιμνήσκειν.
Ὅτι δεῖ τὸν χριστιανὸν ἄξια τῆς ἐπουρανίου κλήσεως φρονεῖν καὶ ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολι τεύεσθαι.
Ὅτι οὐ δεῖ τὸν χριστιανὸν μετεωρίζεσθαι οὐδὲ ἀφέλ κεσθαι ὑπό τινος ἀπὸ τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν αὐτοῦ θελημάτων καὶ κριμάτων.
Ὅτι δεῖ τὸν χριστιανόν, κρείττονα τῶν κατὰ νόμον δικαιωμάτων γενόμενον ἐν πᾶσι, μήτε ὀμνύειν μήτε ψεύ δεσθαι.
Ὅτι οὐ δεῖ βλασφημεῖν, ὅτι οὐ δεῖ ὑβρίζειν, ὅτι οὐ δεῖ μάχεσθαι, ὅτι οὐ δεῖ ἑαυτὸν ἐκδικεῖν, ὅτι οὐ δεῖ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόναι, ὅτι οὐ δεῖ ὀργίζεσθαι.
Ὅτι δεῖ μακροθυμεῖν, πᾶν ὁτιοῦν πάσχοντα, καὶ ἐλέγ χειν εὐκαίρως τὸν ἀδικοῦντα, οὐ μὴν ἐν πάθει τῆς αὑτοῦ ἐκδικήσεως, ἀλλ' ἐν ἐπιθυμίᾳ τῆς τοῦ ἀδελφοῦ διορθώσεως, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου.
Ὅτι οὐ δεῖ κατὰ ἀπόντος ἀδελφοῦ λέγειν τι σκοπῷ τοῦ διαβάλλειν αὐτόν, ὅπερ ἐστὶ καταλαλιά, κἂν ἀληθῆ ᾖ τὰ λεγόμενα.
Ὅτι δεῖ τὸν καταλαλοῦντα ἀδελφοῦ ἀποστρέφεσθαι.
Ὅτι οὐ δεῖ εὐτράπελα φθέγγεσθαι.
Ὅτι οὐ δεῖ γελᾶν, οὐδὲ γελοιαστῶν ἀνέχεσθαι.
Ὅτι οὐ δεῖ ἀργολογεῖν λαλοῦντά τι ὃ μήτε πρὸς ὠφέ λειαν τῶν ἀκουόντων ἐστί, μήτε πρὸς τὴν ἀναγκαίαν καὶ συγκεχωρημένην τοῦ Θεοῦ χρείαν· ὥστε καὶ τοὺς ἐργαζο μένους σπουδάζειν, καθ' ὅσον δυνατόν, μετὰ ἡσυχίας ἐργάζεσθαι, καὶ αὐτοὺς δὲ τοὺς ἀγαθοὺς λόγους πρὸς ἐκείνους κινεῖν, τοὺς πεπιστευμένους μετὰ δοκιμασίας οἰκονομεῖν τὸν λόγον πρὸς οἰκοδομὴν τῆς πίστεως, ἵνα μὴ λυπῆται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ Θεοῦ.
Ὅτι οὐ δεῖ τῶν ἐπεισερχομένων τινὰ ἐπ' ἐξουσίας ἐγγίζειν ἢ λαλεῖν τινι τῶν ἀδελφῶν, πρὶν ἂν οἱ ἐπιτεταγ μένοι τὴν φροντίδα τῆς ἐν πᾶσιν εὐταξίας δοκιμάσωσι πῶς ἀρέσκει Θεῷ πρὸς τὸ κοινῇ συμφέρον.
Ὅτι οὐ δεῖ οἴνῳ δεδουλῶσθαι οὔτε περὶ κρέα ἐμπαθῶς ἔχειν, καὶ καθόλου περὶ οὐδὲν βρῶμα ἢ πῶμα φιλήδονον εἶναι· ὁ γὰρ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται.
Ὅτι τῶν διδομένων ἑκάστῳ εἰς χρῆσιν οὐδὲν ὡς ἴδιον ἔχειν δεῖ ἢ ταμιεύεσθαι, ἐν μέντοι τῇ φροντίδι, πᾶσιν ὡς δεσποτικοῖς προσέχοντα, μηδὲν τῶν παραρριπτομένων ἢ ἀμελουμένων, ἂν οὕτω τύχοι, παρορᾶν.
Ὅτι οὐ δεῖ οὔτε αὐτὸν ἑαυτοῦ κύριον εἶναί τινα, ἀλλ' ὡς ὑπὸ Θεοῦ παραδεδομένον εἰς δουλείαν τοῖς ὁμοψύχοις ἀδελφοῖς, οὕτω καὶ φρονεῖν πάντα καὶ ποιεῖν, ἕκαστον δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι.

22.2 Ὅτι οὐ δεῖ γογγύζειν, οὔτε ἐν τῇ στενοχωρίᾳ τῶν πρὸς τὴν χρείαν, οὔτε ἐν τῷ καμάτῳ τῶν ἔργων, ἐχόντων τὸ κρίμα περὶ ἑκάστου τῶν ἐπιτεταγμένων τὴν τούτων ἐξου σίαν.
Ὅτι οὐ δεῖ κραυγὴν γίνεσθαι, οὔτε ἄλλο τι σχῆμα ἢ κίνημα ἐν ᾧ χαρακτηρίζεται θυμὸς ἢ μετεωρισμὸς ἀπὸ τῆς πληροφορίας τοῦ παρεῖναι τὸν Θεόν.
Ὅτι δεῖ τῇ χρείᾳ συμμετρεῖν τὴν φωνήν.
Ὅτι οὐ δεῖ θρασέως ἢ καταφρονητικῶς τινι ἀποκρίνεσ θαι ἢ ποιεῖν τι, ἀλλ' ἐν πᾶσι τὸ ἐπιεικὲς καὶ τὸ τιμητικὸν πρὸς πάντας δεικνύειν.
Ὅτι οὐ δεῖ ἐννεύειν ὀφθαλμῷ μετὰ δόλου, ἢ ἄλλῳ τινὶ σχήματι ἢ κινήματι μέλους κεχρῆσθαι ὃ λυπεῖ τὸν ἀδελφὸν ἢ καταφρόνησιν ἐμφαίνει.
Ὅτι οὐ δεῖ καλλωπίζεσθαι ἐν ἱματίοις ἢ ὑποδήμασιν, ὅπερ ἐστὶ περπερία.
Ὅτι δεῖ εὐτελέσι κεχρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν χρείαν τοῦ σώματος.
Ὅτι οὐ δεῖ ὑπὲρ τὴν χρείαν καὶ πρὸς δαψίλειαν ἀνα λίσκειν οὐδέν, ὅπερ ἐστὶ παράχρησις.
Ὅτι οὐ δεῖ τιμὴν ἐπιζητεῖν ἢ πρωτείων ἀντιποιεῖσθαι.
Ὅτι δεῖ ἕκαστον προτιμᾶν ἑαυτοῦ πάντας.
Ὅτι οὐ δεῖ ἀνυπότακτον εἶναι.
Ὅτι οὐ δεῖ ἀργὸν ἐσθίειν τὸν ἐργάζεσθαι δυνάμενον, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀσχολούμενον περί τι τῶν κατορθουμένων καὶ εἰς δόξαν Χριστοῦ ἐκβιάζεσθαι ἑαυτὸν εἰς τὴν σπουδὴν τοῦ κατὰ δύναμιν ἔργου.
Ὅτι δεῖ ἕκαστον δοκιμασίᾳ τῶν προεστώτων μετὰ λόγου καὶ πληροφορίας, οὕτω ποιεῖν πάντα, ἄχρι καὶ αὐτοῦ τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν, ὡς εἰς δόξαν Θεοῦ.
Ὅτι οὐ δεῖ ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον ἔργον μεταβαίνειν ἄνευ τῆς δοκιμασίας τῶν εἰς τὸ διατυποῦν τὰ τοιαῦτα ἐπιτεταγμένων, ἐκτὸς εἰ μή πού τινα ἀπαραίτητος ἀνάγκη εἰς βοήθειαν τοῦ ἀδυνατήσαντος καλοίη αἰφνίδιον.
Ὅτι δεῖ ἕκαστον μένειν ἐν ᾧ ἐτάχθη καὶ μὴ ὑπερβαί νοντα τὸ ἴδιον μέτρον ἐπιβαίνειν τοῖς μὴ ἐπιτεταγμένοις, εἰ μή τι ἂν οἱ ταῦτα πεπιστευμένοι δοκιμάσωσί τινα χρῄ ζοντα βοηθείας.
Ὅτι οὐ δεῖ ἀφ' ἑτέρου ἐργαστηρίου εἰς ἕτερον εὑρισ κεσθαί τινα.
Ὅτι οὐ δεῖ κατὰ φιλονεικίαν ἢ ἔριν τὴν πρός τινα ποιεῖν τι.

22.3 Ὅτι οὐ δεῖ φθονεῖν τῇ ἑτέρου εὐδοκιμήσει, οὔτε ἐπι χαίρειν ἐλαττώμασί τινος.
Ὅτι δεῖ ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ λυπεῖσθαι μὲν καὶ συντρί βεσθαι ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ ἐλαττώμασιν, εὐφραίνεσθαι δὲ ἐπὶ τοῖς κατορθώμασιν.
Ὅτι οὐ δεῖ ἀδιαφορεῖν ἐπὶ τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἢ ἐφησυ χάζειν αὐτοῖς.
Ὅτι δεῖ τὸν ἐλέγχοντα, μετὰ πάσης εὐσπλαγχνίας, φόβῳ Θεοῦ καὶ σκοπῷ τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν ἁμαρτάνοντα, ἐλέγχειν.
Ὅτι δεῖ τὸν ἐλεγχόμενον ἢ ἐπιτιμώμενον καταδέχεσθαι προθύμως, γνωρίζοντα τὸ ἑαυτοῦ ὄφελος ἐν τῇ διορθώσει.
Ὅτι οὐ δεῖ, ἐγκαλουμένου τινός, ἄλλον ἐνώπιον ἐκείνου ἢ ἄλλων τινῶν ἀντιλέγειν τῷ ἐγκαλοῦντι. Ἐὰν δὲ ἄρα ποτὲ ἄλογον φανῇ τινι τὸ ἔγκλημα, κατ' ἰδίαν κινεῖν λόγον πρὸς τὸν ἐγκαλοῦντα καὶ ἢ πληροφορεῖν ἢ πληροφορεῖσθαι.
Ὅτι δεῖ ἕκαστον, ὅση δύναμις, θεραπεύειν τὸν ἔχοντά τι κατ' αὐτοῦ.
Ὅτι οὐ δεῖ μνησικακεῖν τῷ ἁμαρτήσαντι καὶ μετα νοοῦντι, ἀλλ' ἐκ καρδίας ἀφεῖναι.
Ὅτι δεῖ τὸν λέγοντα μετανοεῖν ἐφ' ἁμαρτήματι μὴ μόνον κατανυγῆναι ἐφ' ᾧ ἥμαρτεν, ἀλλὰ καὶ καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας ποιῆσαι.
Ὅτι ὁ ἐπὶ τοῖς πρώτοις ἁμαρτήμασι παιδευθεὶς καὶ τῆς ἀφέσεως ἀξιωθείς, ἐὰν πάλιν ἁμάρτῃ, χεῖρον τοῦ προτέρου κατασκευάζει ἑαυτῷ τὸ κρίμα τῆς ὀργῆς.
Ὅτι δεῖ τὸν μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν ἐπι μένοντα τῷ ἐλαττώματι ἑαυτοῦ φανεροῦσθαι τῷ προεστῶτι, ἐὰν ἄρα ὑπὸ πλειόνων ἐπιτιμηθεὶς ἐντραπῇ. Ἐὰν δὲ μηδὲ οὕτω διορθώσηται, ὡς σκάνδαλον ἐκκόπτεσθαι τοῦ λοιποῦ καὶ «ὡς ἐθνικὸν καὶ τελώνην ὁρᾶσθαι» πρὸς τὴν ἀσφά λειαν τῶν τὴν σπουδὴν τῆς ὑπακοῆς ἐργαζομένων, κατὰ τὸ εἰρημένον· «Ἀσεβῶν καταπιπτόντων, δίκαιοι ἔμφοβοι γίνονται.» ∆εῖ δὲ καὶ πενθεῖν ἐπ' αὐτῷ, ὡς μέλους ἐκκοπέντος ἐκ τοῦ σώματος.
Ὅτι οὐ δεῖ ἐπὶ παροργισμῷ ἀδελφοῦ ἐπιδῦναι τὸν ἥλιον, μή ποτε ἡ νὺξ διαστῇ μεταξὺ ἀμφοτέρων καὶ καταλίπῃ ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως ἀπαραίτητον ἔγκλημα.
Ὅτι οὐ δεῖ καιρὸν ἀναμένειν ἐπὶ τῇ ἑαυτοῦ διορθώσει, διὰ τὸ μὴ ἀσφαλὲς ἔχειν περὶ τῆς αὔριον, ὅτι πολλοὶ πολλὰ βουλευσάμενοι τὴν αὔριον οὐ κατέλαβον.
Ὅτι οὐ δεῖ ἀπατᾶσθαι χορτασίᾳ κοιλίας, δι' ἧς γίνονται φαντασίαι νυκτεριναί.
Ὅτι οὐ δεῖ περισπᾶσθαι εἰς ἄμετρον ἐργασίαν καὶ ὑπερ βαίνειν τοὺς ὅρους τῆς αὐταρκείας, κατὰ τὸν εἰπόντα Ἀπόστολον· «Ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα, ὅτι ἡ περισσεία ἡ ὑπὲρ τὴν χρείαν εἰκόνα πλεονεξίας ἐμφαίνει, ἡ δὲ πλεονεξία ἀπόφασιν ἔχει εἰδωλολατρείας.
Ὅτι οὐ δεῖ φιλάργυρον εἶναι οὐδὲ θησαυρίζειν εἰς ἀνω φελῆ ἃ μὴ δεῖ.
Ὅτι δεῖ τὸν προσερχόμενον Θεῷ ἀκτημοσύνην ἀσπά ζεσθαι κατὰ πάντα καὶ καθηλωμένον εἶναι τῷ φόβῳ τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν εἰπόντα· «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου· ἀπὸ γὰρ τῶν κριμάτων σου ἐφοβήθην.» ∆ῴη δὲ ὁ Κύριος, μετὰ πάσης πληροφορίας ὑμᾶς ἀνα δεξαμένους τὰ εἰρημένα, εἰς δόξαν Θεοῦ καρποὺς ἀξίους τοῦ Πνεύματος ἐπιδείξασθαι, Θεοῦ εὐδοκίᾳ καὶ συνεργίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.

Δημοφιλείς αναρτήσεις