Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ Α΄ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ


 

ΠΑΤΕΡΙΚΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ  

ΤΗΣ Α΄ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 
 
ΚΥΡΙΑΚΗ:  
Όρθρος:  
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Α΄ βιβλίο της ΕξαημέρουΑγίου Γρηγορίου του Θεολόγου Εις την πληγή της χαλάζης 
Α΄Ωρα:  
Κατήχηση Μικρά (53) Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου 
ΔΕΥΤΕΡΑ:  
Όρθρος:  
Εφραίμ του Σύρου κατανυκτικοί Λόγοι, Παλλαδίου Επισκόπου Ελενουπόλεως Λαυσαϊκό, Ανάγνωση εις το Συναξάρι του Μηναίου της Ημέρας,   
Α΄Ωρα:  
Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου Κατήχηση Μικρά 
Γ΄Ώρα: 
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακας, Κλίμακα 
Στ΄Ώρα: 
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακας, Κλίμακα, 
Θ΄Ώρα: 
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακας, Κλίμακα 
ΤΕΤΑΡΤΗ:  
Όρθρος:  
Παλλαδίου Επισκόπου Ελενουπόλεως Λαυσαϊκό 
Α΄Ωρα:  
Κατήχηση Μικρά (54η) Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου  
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: 
Α΄Ωρα: 
Κατήχηση Μικρά (55η) Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου 
ΣΑΒΒΑΤΟ:  
Όρθρος:  
Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώμιο εις τον Άγιο Θεόδωρο


Ξέρεις τι λέει η Εκκλησία για την νηστεία… Ξέρεις και τα μέτρα σου και πας να ζήσεις μία ταπείνωση. Μιλάς με τον πνευματικό σου και σε συμβουλεύει τι να κάνεις!




Ξέρεις τι λέει η Εκκλησία για την νηστεία… 
*
Ξέρεις και τα μέτρα σου 
και πας να ζήσεις μία ταπείνωση. 
*
Μιλάς με τον πνευματικό σου 
και σε συμβουλεύει τι να κάνεις!

Προσέξτε αυτά τα δύο.   
Η Εκκλησία έταξε η νηστεία να είναι τόσες μέρες. Τόσες μέρες. Κανείς δεν μπορεί να το ξεπεράσει, θα πέσει σε εγωισμό. Τα προσωπικά σου μεγέθη δεν είναι ούτε για τόσες μέρες; Έ θα κάνεις αυτό που είναι ευλογία να κάνεις.  
Βλέπετε δύο όρια υπάρχουν. Τα όρια που θέτει εκ παραδόσεως η Εκκλησία. Γιατί τα θέτει τα όρια; Γιατί δεν θέλει να εξοντώσει τον άνθρωπο, θέλει να τον βοηθήσει με αυτό που κάνει. Και το δεύτερο όριο είναι οι δικές σου δυνατότητες. Βλέπετε! Η παράδοση όπως συμπυκνώνεται πάνω στο πρόσωπο σου. 
Και τα δύο πράγματα είναι σπουδαία. Και με τα δύο πρέπει να αναμετρηθείς. Και να γνωρίζεις πού είναι το όριο της ορθοδοξίας, της παραδόσεως της, αλλά να γνωρίσεις και το δικό σου το όριο, μέσα από την υπακοή που έχεις.  
Ποτέ μην πάρεις ένα από τα δύο. Και τα δύο να ξέρεις. Και τα δυο αν τα πάρεις μεμονωμένα θα σε οδηγήσουν σε πόλωση. Αν πάρεις μόνο το όριο της ορθοδοξίας που λέει νηστεία - πήρα τώρα το παράδειγμα της νηστείας  μπορεί να ήταν και άλλα πράγματα - για να είναι πιο εύκολο το παράδειγμα. Και δεις και τις δικέ σου δυνατότητες μπορείς να πάθεις πολλά και να πέσεις και σε μεγάλο εγωισμό και να αρρωστήσεις στο σώμα σου.  
Αν πάμε στο άλλο άκρο παραμένεις στα όρια της ορθοδοξίας και εσύ λες τα δικά μου όρια είναι πέντε μέρες και θεωρείς που είναι το ιδανικότερο που μπορεί να γίνει και αυτό είναι λάθος. Και αυτό είναι μια έπαρση. Ξέρεις τα μέτρα σου και πας να ζήσεις μία ταπείνωση. Ο γέροντας σου απαντάει και λέει εντάξει είσαι. 
π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος 
Απόσπασμα από ομιλία που έγινε στις 17.02.1991 

Ἡ Καθαρά Δευτέρα


 
Καθαρά Δευτέρα, ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ Ναός μέ τά καλλύματα στό ἐσωτερικό του, ἔχει πάρει τό πένθνιμό του χρῶμα. Εἶναι ἡμέρα περισυλλογῆς, προσευχῆς, μετανοίας, νηστείας καί ἀποχῆς ἀπό κάθε κακό. Στήν πρωινή ἀκολουθία μέ τά πολλά γράμματα, θά παρεβρεθοῦν ἀρκετοί, γιά νά κάνουν τίς μετάνοιες. Εἶναι ἡ ἡμέρα πού γιά πρώτη φορά ἀκούγεται ἡ εὐχή τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου : «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεύμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μη μοι δῷς...» κατ᾽αὐτήν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι κάνουν μετάνοιες. Τό ἀπόγευμα ψάλλεται τό Μεγάλο Ἀπόδειπνο μέ τά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνα καί στό τέλος ὁ ἱερέας μοιράζει ἀντίδωρο γι᾽αὐτούς πού νήστεψαν ὅλη τήν ἡμέρα. Εἶναι ἡ λεγόμενη «ἐνάτη» δηλαδή γίνεται κατάλυση τροφῆς, ψωμί καί νερό, μετά τήν θ´ὥρα τῆς ἡμέρας, περίπου στίς 4 τό ἀπόγευμα. 
Ὑπάρχουν γυναῖκες, οἱ ὁποῖες κρατοῦν τό Τριήμερο, μιά παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τίς τρεἶς πρῶτες μέρες τῆς Σαρακοστῆς, κατά τίς ὁποῖες τηρεῖται τελεία νηστεία μέχρι τήν Τετάρτη, τήν πρώτη Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ὅπου μεταλαμβάνουν τῶν Θείων Μυστηρίων καί τῆς ὑλικῆς τροφῆς. Τά παλιά χρόνια οἱ ἄνθρωποι ἦσαν περισσότερο εὐλαβεῖς. Ἀλλά καί σήμερα εἶναι ἀρκετές οἱ γυναῖκες πού τηροῦν αὐτή τήν παλιά παράδοση. 
Ἡ γήινη τροφή τῆς ἡμέρας αὐτῆς, τῆς Τετάρτης, εἶναι τό λεγόμενο «χουσάφι», στάρι βρασμένο καί χυλωμένο, μέ τριμμένα καρύδια, ζάχαρη καί κανέλα ἤ διάφορα ξηρά φρούτα, δαμάσκηνα, σταφίδες, σύκα καί ἄλλα, βρασμένα σάν κομπόστα. Μετά τήν αὐστηρή νηστεία ἡ κατανάλωση τροφῆς δημιουργεῖ πρόβλημα στόν ὀργανισμό, γι᾽αὐτό, μέ ἁπλό τρόπο μπαίνουμε πάλι στήν καθημερινή συνήθεια. Τα «χουσάφια», γιά νά φᾶνε οἱ τριμερίτισσες πού νήστεψαν, τά φέρνουν στήν Ἐκκλησία τό ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης οἱ ἄλλες νοικοκυρές. Οἱ ἐλιές τήν πρώτη ἑβδομάδα δέν ἐπιτρέπονται στό τραπέζι, μόνο φαγητά νερόβραστα, ὄσπρια, χορταρικά, χαλβάς, τουρσί κ.ἄ. Ὅλα εἶναι ἁπλά τίς ἡμέρες τῆς Ἁγίας Σαρακοστῆς, ἡ ὁποία θά κρατήσει μαζί μέ τή Μεγάλη Ἑβδομάδα περίπου πενήντα μέρες. 
Τίς ἡμέρες αὐτές ἀπαγορεύονται ὅλα τά ἀρτήσιμα, κρέας, ψάρια, αὐγά, τυρί, γάλα, ἀκόμη καί τό λάδι, τό ὁποῖο καταλύεται μόνο Σάββατο καί Κυριακή. «Κατάλυσιν ἰχθύος» ἔχουμε στίς 25 Μαρτίου γιά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τήν Κυριακή τῶν Βαΐων γιά τό τέλος τῆς Σαρακοστῆς. «Δίς παρελάβομεν παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων καταλύειν ἐν τῇ Μεγάλῃ Τεσσαρακοστή ὀψάριον». 
Τά παλιά χρόνια κανένας δέν χαλοῦσε τή Σαρακοστή, ἀκόμη κι ἄν ἦταν ἄρρωστος. Σήμερα πολλοί ἐπιστρέφουν πάλι στίς παλιές καλές συνήθειες καί κρατᾶνε τή νηστεία κι ἔτσι μέ τό σωματικό ξαλάφρωμα καί τά πνευματικά ἐφόδια οἱ γιορτές τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου γίνονται πιό οὐσιαστικές γιά τόν κάθε πιστό. 

«Ἀπό τόν Σεπτέμβριο ὥς τόν Αὔγουστο - Ἑορτές καί πανηγύρεις στό Γομάτι». π. Ἀν. εκδόσεις Ἑρμηνεία - Ἅγιον Ὄρος

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

 

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

πηγή:Εδώ

Ο πατήρ ημών Κύριλλος γεννήθηκε πιθανώς στα Ιεροσόλυμα περί το 315, από γονείς ευσεβείς και ορθόδοξους. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον αρχιεπίσκοπο άγιο Μάξιμο [1], ο οποίος τον επιφόρτισε με την κατάρτιση των κατηχουμένων. Άνθρωπος ειρήνης, ταπεινός και πράος, αφιερώθηκε περισσότερο στη ψυχική ωφέλεια και οικοδόμηση των πιστών, απερίσπαστος από τις ατελείωτες δογματικές διαμάχες και αντιπαραθέσεις που ταλάνιζαν την Εκκλησία μετά τη Σύνοδο της Νικαίας (325)· απέφευγε με βαθιά διάκριση να μεταχειρίζεται τον όρο «ομοούσιος» [2], αλλά συμμεριζόταν πλήρως την ορθόδοξη Πίστη. Αυτή του η επιφύλαξη έκανε τους οπαδούς του Αρείου (256-336) να πιστέψουν ότι ήταν με το μέρος τους και, όταν μετά τον θάνατο του Μαξίμου (347) εξελέγη ο Κύριλλος από τον λαό για να τον διαδεχθεί, ο αρειόφρων Ακάκιος, μητροπολίτης της Καισαρείας της Παλαιστίνης, από τον οποίο εξαρτώταν τότε τα Ιεροσόλυμα [3], ενέκρινε την εκλογή και τον χειροτόνησε. Γρήγορα όμως αναγνώρισε πικραμένος το μοιραίο λάθος του [4], γιατί ο νέος επίσκοπος δίδασκε περίτρανα την ορθόδοξη διδασκαλία για τη Θεότητα του Λόγου του Θεού, ερμηνεύοντας με εκπληκτική ενάργεια το Σύμβολο της Πίστεως στους κατηχουμένους στις «Κατηχήσεις» του [5]. Σαν καλός Ποιμήν, διοικούσε σοφά την αγία Πόλη, η οποία χάρις στα έργα ανοικοδόμησης που είχε αναλάβει ο Μέγας Κωνσταντίνος (272-337) [21 Μαΐου], επανακτούσε βαθμιαία το κλέος της και προσείλκυε μεγάλο αριθμό προσκυνητών από τα πέρατα του χριστιανικού κόσμου.

Το 351 υπήρξε μάρτυς, όπως και όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων, της θαυματουργικής εμφάνισης ενός πελώριου φωτεινού Σταυρού στον ουρανό, από τον Γολγοθά μέχρι το Όρος των Ελαιών, και έγραψε στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο (317-361) για να τον ενημερώσει [6]. Συνέβαλε επίσης στην οργάνωση εορτών και λιτανειών στους Αγίους Τόπους, οι οποίες έγιναν αφετηρία πολλών εορτών της Εκκλησίας. Μερικά χρόνια αργότερα, υπέβαλε στον μητροπολίτη Καισαρείας έγγραφη αναφορά, απαιτώντας την αναγνώριση των αποστολικών προνομίων της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, τα οποία οι Πατέρες της Συνόδου της Νικαίας είχαν αναγνωρίσει χωρίς όμως να καθορίσουν με ακρίβεια. Τούτη η απαίτηση προκάλεσε τη μανία και το μίσος του Ακακίου ο οποίος, με πρόσχημα ότι ο Κύριλλος σε καιρό σιτοδείας είχε πουλήσει τα ιερά σκεύη και τον λειτουργικό στολισμό της βασιλικής της Αναστάσεως για να δώσει τροφή στους απόρους, τον κάλεσε σε εκκλησιαστικό δικαστήριο με σκοπό να τον καταδικάσει. Καθώς ο Κύριλλος δεν ανταποκρινόταν στις επανειλημμένες προσκλήσεις του, τον καθαίρεσε και τον έδιωξε βιαίως από τα Ιεροσόλυμα, τοποθετώντας στη θέση του έναν αρειανόφρονα. Ο άγιος Κύριλλος άσκησε έφεση, ζητώντας η υπόθεση να παραπεμφθεί σε ανώτερη εκκλησιαστική αρχή και, εν αναμονή της αποφάσεως, κατέφυγε στην Ταρσό της Κιλικίας, κοντά στον επίσκοπο Σιλβανό. Παρά τις απειλές του Ακακίου, ο Σιλβανός τον υποδέχθηκε αδελφικά και του ζήτησε να κηρύξει στον λαό, ο οποίος τον άκουγε ενθουσιασμένος και εκστατικός ως άλλον απόστολο.

Η Σύνοδος που συνεκλήθη στη Σελεύκεια το 359 αποκατέστησε τον Κύριλλο και καθαίρεσε τον Ακάκιο. Η απόφαση όμως δεν πρόλαβε να εκτελεστεί, γιατί ο μητροπολίτης Καισαρείας, σπεύδοντας στην Κωνσταντινούπολη, άσκησε πίεση στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο να ακυρώσει την απόφαση της Συνόδου και κανόνισε να επικυρωθεί η καθαίρεση του Κυρίλλου από ψευδοσύνοδο αρειανοφρόνων επισκόπων (360).

Όταν λίγο αργότερα ανήλθε στην εξουσία ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο άγιος Κύριλλος επωφελήθηκε από τα μέτρα ανεξιθρησκείας που έλαβε προετοιμάζοντας την αποκατάσταση της ειδωλολατρείας και επέστρεψε στην έδρα του καθώς και όλοι οι επίσκοποι που είχαν εξοριστεί επί Κωνσταντίου. Εκεί, όμως, ήρθε αντιμέτωπος με νέες δοκιμασίες. Με την προτροπή του αυτοκράτορα, οι ειδωλολάτρες της Γάζας εξεγέρθηκαν κατά των χριστιανών, προκαλώντας πολλά θύματα, ενώ κατέστρεψαν τη Μονή του Αγίου Ιλαρίωνος [21 Οκτ.] διασκορπίζοντας τους μοναχούς. Καθώς ο Ιουλιανός ήθελε να αποδείξει ότι ήταν ασύστατες οι προφητείες του Χριστού σχετικά με την οριστική κατάλυση του Ναού στα Ιεροσόλυμα (πρβλ. Ματθ. 24, 2), που κατεστράφη από τους Ρωμαίους επί βασιλείας Τίτου, επέτρεψε στους Εβραίους να τον ανοικοδομήσουν. Όμως, σύμφωνα με την πρόρρηση του αγίου Κυρίλλου, τα έργα σταμάτησαν ξαφνικά εξαιτίας τρομερού σεισμού, ο οποίος συγκλόνισε συθέμελα τον αρχαίο Ναό, ενώ το πυρ που έβγαινε από τα έγκατα της γης κατέκαυσε κάποιους εργάτες και άλλους τραυμάτισε, δείχνοντας σε όλους ολοφάνερα τα σημεία της θείας οργής.

Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού (363) και αφού η κατάσταση ειρήνευσε, ο Κύριλλος ανέλαβε ξανά το ποιμαντικό του έργο και μετά τον θάνατο του Ακακίου ενθρόνισε επίσκοπο τον ανιψιό του, στη θέση του μητροπολίτου Καισαρείας. Με τις ραδιουργίες τους, όμως, οι οπαδοί του Αρείου ζήτησαν από τον Ουάλεντα (364-378) να εκθρονίσει τον άγιο επίσκοπο Ιεροσολύμων και να τον καταδικάσει εκ νέου σε εξορία, καθώς και όλους τους άλλους επισκόπους που είχαν εξοριστεί επί Κωνσταντίου (367). Όταν πέθανε ο Ουάλης, ο άγιος Κύριλλος ανέκτησε την επισκοπή του, ύστερα από δώδεκα χρόνους απουσίας, ανακάλυψε όμως με οδύνη ότι ορισμένοι ορθόδοξοι, επηρεασμένοι από τις συκοφαντίες των αρειανοφρόνων, αρνούνταν να τον δεχτούν ως νόμιμο επίσκοπό τους και να έχουν κοινωνία μαζί του. Για τον λόγο αυτό η Σύνοδος της Αντιοχείας (379) απέστειλε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης [10 Ιαν.] για να αποκαταστήσει την ειρήνη στα Ιεροσόλυμα. Αποτυγχάνοντας ο άγιος Γρηγόριος, αποσύρθηκε αποθαρρημένος και θλιμμένος, αφήνοντας τον άγιο Κύριλλο να αντιμετωπίσει μόνος, με πίστη και ελπίδα, τις διαιρέσεις στον οίκο του Θεού. Ο άγιος συμμετείχε στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) που συγκάλεσε ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος (347-395) και συνέβαλε στην οριστική καταδίκη του αρειανισμού και των ποικίλων παραφυάδων του. Περατώνοντας τις συνεδρίες της η Σύνοδος αναγνώρισε πανηγυρικά τους αγώνες του επισκόπου Ιεροσολύμων υπέρ της Ορθοδοξίας. Επιστρέφοντας στην πόλη του ο άγιος Κύριλλος μπόρεσε για λίγο καιρό να απολαύσει την ειρήνη που είχε αποκαταστήσει με τόσους κόπους και εκοιμήθη το 386, ύστερα από τριάντα πέντε έτη επισκοπείας, από τα οποία πέρασε τα δεκαέξι εξόριστος.

Ο άγιος Κύριλλος, παρεξηγημένος από τους αβαθείς ορθόδοξους για τη μη χρήση του όρου «ομοούσιος» αλλά κατ’ ουσίαν σταθερός αντίπαλος των αρειανών, εξαιτίας της ομολογουμένης αντιθέσεώς του προς αυτούς, παρέμεινε στη ζωή του σε ένα ευλογημένο και καρποφόρο «περιθώριο». Αυτή του η «περιθωριοποίηση» όμως, του έδωσε τη δυνατότητα, τις προϋποθέσεις και τις ιδιαίτερες συνθήκες να εργαστεί ουσιαστικότερα και σε βάθος, δίνοντας όλες του τις δυνάμεις και τα χαρίσματα στην τελειότερη οργάνωση του ποιμαντικού και κατηχητικού του έργου, πράγμα που απέδωσε πολλούς καρπούς στην Εκκλησία και του προσέδωσε τον τίτλο του Πατρός της Εκκλησίας και του προσάρτησε τη μοναδική επωνυμία του Κατηχητού, καταγράφοντάς τον στην εκκλησιαστική ιστορία με το όνομα: «Κύριλλος, ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ὁ Κατηχητής». Τις συκοφαντικές διαδόσεις περί του σεπτού προσώπου του αγίου διαλεύκανε μια για πάντα η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 381, η οποία με συνοδική της απόφαση αποκατάστησε την αλήθεια, αποκαλώντας τον άγιο Κύριλλο μεγάλο αγωνιστή κατά των αρειανών: «Τῆς δέ γε μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον καὶ θεοφιλέστατον Κύριλλον, ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν, κανονικῶς παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι, καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα» [7].

Εκείνο που ιδιαίτερα χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του αγίου Κυρίλλου είναι η τέλεια εναρμόνιση θεολογίας και ζωής. Η ευαίσθητη και θεωρητική φύση του, δουλεμένη πρακτικά στις αναμετρήσεις της σκληρής καθημερινότητας και στη δεκαεξάχρονη περίπου θητεία του στην εξορία, του χάρισαν σπάνια ισορροπία των στοιχείων της προσωπικότητάς του, που έγινε εμφανής κυρίως στην μετέπειτα ποιμαντική διακονία του, η οποία ήταν πλήρης διακρίσεως, σοφίας, ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, και αποτέλεσε κυριολεκτικά προβολέα της όλης του προσωπικότητας. Ο σύγχρονος μελετητής της ζωής και του έργου του αγίου Κυρίλλου, θα διακρίνει εύκολα στις «Κατηχήσεις» του, τη μεγάλη Πατερική προσωπικότητα, η οποία εδράζεται στην ορθοδοξία και εκφράζεται στην ορθοπραξία, στην οποία δόγμα και ζωή συνυπάρχουν, αλληλοπεριχωρούνται και «μελωδοῦν ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας».

Όπως προαναφέρθηκε, ο άγιος Κύριλλος εκοιμήθη την 18 Μαρτίου του 386, ημέρα την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία (παραδόξως και η Ρωμαιοκαθολική) αφιέρωσαν την τιμή της μνήμης του. Στο Απολυτίκιο και το Κοντάκιο της εορτής του, ο ορθόδοξος υμνογράφος κατέγραψε με σεμνότητα, ποιητική λιτότητα και θεολογική ακρίβεια όλο το πνευματικό κάλλος του αγίου Πατρός και σκιαγράφησε την πολυτάλαντη μορφή του, τιτλοφορώντας τον «Στῦλο τῆς Πίστεως», του οποίου ο «φωσφόρος λόγος ἔσχε κῦρος οὐράνιον».

-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-
[1] Μνημονεύεται στις 5 Μαΐου στη λατινική Εκκλησία.
[2] Πρβλ. τη μνήμη του αγίου Αθανασίου [18 Ιαν. και 2 Μαΐου].
[3] Υποβιβασμένη σε απλή κωμόπολη μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους και αφού η χριστιανική της κοινότητα διασκορπίσθηκε την εποχή των διωγμών, η Ιερουσαλήμ, ονομαζομένη Αίλια Καπιτωλίνα, υπήχθη εκκλησιαστικά στην Καισάρεια, διοικητική πρωτεύουσα της Παλαιστίνης.
[4] Όπως λίγο αργότερα οι οπαδοί του Αρείου που ευνοούσαν την εκλογή του αγίου Μελετίου Αντιοχείας [12 Φεβρ.].
[5] Οι «Κατηχήσεις» του, των οποίων υπάρχουν διάφορες εκδόσεις, παραμένουν μία από τις καλύτερες εκθέσεις της ορθοδόξου Πίστεως και σπουδαία μαρτυρία για τη γνώση της λειτουργικής ζωής της αρχαίας Εκκλησίας. Εκφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της προπαρασκευαστικής περιόδου εν όψει του αγίου Βαπτίσματος, και περιλαμβάνουν μία «Προκατήχηση», δεκαοχτώ «Κατηχήσεις» των φωτιζομένων που επεξηγούν το Σύμβολο της Πίστεως και τα θεμέλια της ορθοδόξου Πίστεως, και πέντε «Μυσταγωγικές Κατηχήσεις», που προορίζονταν για τους νεόφυτους που μόλις είχαν βαπτισθεί το Πάσχα, στις οποίες ο επίσκοπος εξηγεί την τελετή του Βαπτίσματος και της Ευχαριστίας. Νεοελληνική μετάφραση στη σειρά ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1994, και από την Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέα Αττικής, 1991.
[6] Το θαύμα αυτό μνημονεύεται στις 7 Μαΐου.
[7] Θεοδ. Εκκλ. Ιστ. 5, 9· PG 82, 1217C.


«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
 «Κατηχήσεις
Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων»,
Εκδόσεις «Ετοιμασία»
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου·

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

᾿Επὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος




Ψαλμός 136

Τῷ Δαυΐδ ῾Ιερεμίου. 
ΕΠΙ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. 2 πὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν· 3 τι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών. 4 πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; 5 ὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· 6 κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου. 7 μνήσθητι, Κύριε, τῶν υἱῶν ᾿Εδὼμ τὴν ἡμέραν ῾Ιερουσαλὴμ τῶν λεγόντων· ἐκκενοῦτε, ἐκκενοῦτε, ἕως τῶν θεμελίων αὐτῆς. 8 θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου, ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν· 9 μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν. 

 

ΟΣΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


ΟΣΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
πηγή:εδώ

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ εδώ 

Ἄνθρωπος ἐν γῇ τοῦ Θεοῦ κληθεὶς μόνος,
Ἕξεις τὶ καινὸν κἄν πόλῳ, Πάτερ μόνος.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ, Ἀλέξιε, πότμον ἀνέτλης.
Ο όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη την εποχή του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408). Οι γονείς του, ο ευλαβής συγκλητικός Ευφημιανός και η Αγλαΐα, ήσαν επί πολλά χρόνια άτεκνοι. Ο Αλέξιος έλαβε λαμπρή μόρφωση και, όταν ενηλικιώθηκε, οι γονείς του προετοίμασαν τα του γάμου του με μια νεαρή κόρη εκλεκτής οικογένειας της αριστοκρατίας της Ρώμης. Όμως την ίδια νύκτα του γάμου τους ο Αλέξιος, ο οποίος ποθούσε την αγία και τέλεια παρθενία, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της συζύγου και, αφού της παρέδωσε το δαχτυλίδι του, έφυγε κρυφά. Εμπιστευόμενος τη θεία Πρόνοια, επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφθασε στη Λαοδίκεια της Συρίας και από εκεί ακολούθησε ένα καραβάνι εμπόρων που κατευθυνόταν στην Έδεσσα. Εκεί σταμάτησε σε έναν ναό αφιερωμένο στην Θεοτόκο και παρέμεινε στον νάρθηκα δεκαεπτά χρόνια, ντυμένος με κουρέλια και συντηρούμενος από ελεημοσύνες των πιστών που έρχονταν στον ναό για να προσευχηθούν.

Στο μεταξύ, ο πατέρας του είχε στείλει υπηρέτες προς κάθε κατεύθυνση για να τον βρουν, ενώ η μητέρα του φόρεσε τρίχινο ένδυμα και θρηνούσε απαρηγόρητη· η δε νύφη, με την αγάπη που δείχνει η τρυγόνα για το ταίρι της, ανυπομονούσε να έχει κάποια είδηση. Κάποιοι από τους απεσταλμένους του Ευφημιανού έφθασαν στην Έδεσσα και έδωσαν ελεημοσύνη στον Αλέξιο, χωρίς διόλου να υποπτευθούν βέβαια ότι επρόκειτο για τον κύριό τους· τόσο πολύ είχε παραμορφωθεί από την άσκηση και τη σκληραγωγία που επέβαλε στο σώμα του ευχαρίστως για την αγάπη του Θεού.

Μετά από πολλά χρόνια αγώνων εν τω κρυπτώ, η Παναγία εμφανίσθηκε στον νεωκόρο της εκκλησίας λέγοντάς του να επιτρέψει την είσοδο στον άνθρωπο του Θεού. Βλέποντας ότι τον αντιλήφθηκαν και ότι επρόκειτο να τον περιβάλουν με τιμές, ο Αλέξιος αναχώρησε και πάλι παίρνοντας το πλοίο για την Ταρσό. Οι αντίθετοι άνεμοι όμως, ή μάλλον η θεία Πρόνοια, ώθησαν το πλοίο στο λιμάνι της Ρώμης. Ο άγιος υποτάχθηκε σε αυτό το θείο σημείο και πήγε στο πατρικό σπίτι, όπου ζήτησε από τον πατέρα του που έβγαινε εκείνη τη στιγμή ελεημοσύνη σαν ζητιάνος. Χωρίς να αναγνωρίσει τον πολυαγαπημένο του γιο, ο Ευφημιανός, που είχε γίνει ακόμη πιο φιλάνθρωπος ύστερα από την τόσο επώδυνη αυτή απώλεια, πρόσταξε στους υπηρέτες του να δώσουν κατάλυμα στον δύστυχο αυτόν άνθρωπο για όσο διάστημα επιθυμούσε να μείνει και να του δίνουν να τρώει από τα περισσεύματα της τραπέζης του.

Ο άνθρωπος του Θεού έμεινε άλλα δεκαεπτά χρόνια σε μια γωνιά του πατρικού του σπιτιού, υφιστάμενος χωρίς να προφέρει το παραμικρό παράπονο και, μάλιστα, με ευχαρίστηση τις προσβολές και τις λοιδορίες των υπηρετών. Όταν έλαβε πληροφορία από τον Θεό ότι επίκειται η εκδημία του, ζήτησε να του φέρουν χαρτί και μελάνι και με την πένα στο χέρι, γράφοντας την ιστορία της ζωής του, εξεδήμησε προς τας αιωνίους μονάς.

Την ίδια ημέρα, καθώς ετελείτο η θεία Λειτουργία στη βασιλική του Αγίου Πέτρου, χοροστατούντος του πάπα και παρουσία του αυτοκράτορα Ωνορίου (395-423) και πλήθους κόσμου, φωνή ακούστηκε από το θυσιαστήριο λέγουσα: «Αναζητείστε τον άνθρωπο του Θεού· θα δεηθεί για την πόλη και για όλους εσάς. Ήδη εξέρχεται του σώματος!». Καθώς το εκκλησίασμα άρχισε να προσεύχεται, η φωνή ακούστηκε ξανά αποκαλύπτοντας ότι αυτός ο άνθρωπος του Θεού βρισκόταν στην οικία του Ευφημιανού. Όταν η επιβλητική πομπή με επικεφαλής τον πάπα και τον αυτοκράτορα έφθασε εκεί, ο υπηρέτης που τον φρόντιζε, αποκάλυψε ότι ο ζητιάνος, που στεκόταν τόσα χρόνια πλάι στην εξώθυρα, μοίραζε την τροφή του στους πτωχότερους και ο ίδιος δεν τρεφόταν παρά μόνο την Κυριακή με ψωμί και νερό, μένοντας ατάραχος αν όχι και χαρούμενος όταν οι άλλοι υπηρέτες τον καθύβριζαν. 

 

Πήγαν στην καλύβα του και τον βρήκαν νεκρό να κρατά ένα χαρτί στο χέρι. Όταν το διάβασαν δημόσια, έμειναν κατάπληκτοι από τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο αυτός ο δούλος του Θεού είχε αγωνιστεί ενάντια στη φύση για να λάβει τα υπέρ τη φύση αγαθά. Ο αυτοκράτορας και ο πάπας βλέποντας τα δάκρυα και τους γοερούς θρήνους των γονέων του, τους συμβούλεψαν να χαίρονται μάλλον και να αγάλλονται που έφεραν στον κόσμο έναν τέτοιο άγιο, ο οποίος μέλλει να βασιλεύει με τον Χριστό στους αιώνες.

Το πλήθος συνωστιζόταν γύρω από τη νεκρική κλίνη, τυφλοί έβρισκαν το φως τους, κουφοί την ακοή τους, μουγγοί δόξαζαν τον Θεό μεγαλοφώνως, πονηρά πνεύματα τρέπονταν σε φυγή, επικρατούσε τέτοια αναταραχή, που η νεκρώσιμη πομπή δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο αυτοκράτορας σκόρπισε τότε χρυσά νομίσματα με την ελπίδα ότι θα αποσπούσαν την προσοχή του πλήθους από το φέρετρο. Δεν συνέβη όμως αυτό, καθώς ο λαός περιφρονούσε τον φθαρτό χρυσό για να λάβει τη χάρη της αφθαρσίας αγγίζοντας το σώμα του αγίου. Τέλος, το τίμιο σκήνωμα εναποτέθηκε στη βασιλική του Αγίου Βονιφατίου σε λάρνακα, διακοσμημένο με χρυσό και πολύτιμους λίθους, απ’ όπου ανάβλυζε άφθονο μύρο ευωδιαστό, ιαματικό κάθε νόσου. Σύμφωνα με άλλες πηγές η κηδεία του αγίου έγινε στον Άγιο Πέτρο στις 17 Ιουλίου του 383. Η δε πάντιμη κάρα του αγίου Αλεξίου τιμάται στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων, στην Πελοπόννησο. 
 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 160–162·
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Δημοφιλείς αναρτήσεις