Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Ἡ ἀνάγκη τῆς συγγνώμης καί ἀνανεώσεως μέσα στήν Ἐκκλησία - Άγιος Δημήτριος Στανιλοάε



Ἡ ἀνάγκη τῆς συγγνώμης καί ἀνανεώσεως μέσα στήν Ἐκκλησία

Άγιος Δημήτριος Στανιλοάε 

Ο Κύριος μας συνέδεσε άρρηκτα τη συγχώρηση που παρέχει ο Θεός με αυτή που οφείλουμε να παρέχουμε σ’ όσους μας έχουν προκαλέσει κακό. Στην πραγματικότητα, τα αμαρτήματα για τα οποία ζητάμε συγχώρηση από τον Θεό αφορούν, τις περισσότερες φορές, κακά που έχουμε προξενήσει, στους ανθρώπους. Συνεπώς, οφείλουμε να ζητάμε συγχώρηση γι’ αυτά όχι μόνο από τον Θεό άλλα και από όσους έχουμε βλάψει, με τις αμαρτίες μας. Σε διαφορετική περίπτωση ο Θεός δεν μας συγχωρεί.

Πίσω από τους ανθρώπους που έχουμε βλάψει συναντάμε πάντοτε τον Θεό, και πίσω από τις αμαρτίες που διαπράττουμε έναντι του Θεού βρίσκουμε πάντοτε τους ανθρώπους. Παραβαίνοντας το θέλημα του Θεού, κάμπτουμε τις ηθικές αντιστάσεις των ανθρώπων δίνοντάς τους ένα κακό παράδειγμα. Ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται ανάρμοστα στον Θεό, κάνει το ίδιο και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, ενώ συμβάλλει στην αύξηση της αδιαφορίας τους προς τον Θεό.

Έτσι, προκειμένου να μας συγχωρήσει για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει ενώπιον του, ο Θεός μας ζητά να αιτούμαστε πρώτα τη συγχώρηση από τους συνανθρώπους μας. Αν όμως προκειμένου να λάβουμε τη Θεία συγχώρηση έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη, τότε και οι άλλοι άνθρωποι έχουν ανάγκη τη δική μας προκειμένου να λάβουν τη συγχώρηση από τον Θεό.

Για να λάβουμε τη συγχώρηση από τον Θεό πρέπει συγχρόνως να συγχωρέσουμε τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας και να ζητήσουμε συγγνώμη από αυτούς που έχουμε βλάψει. Δεν αρκεί να συγχωρούμε, χρειάζεται επιπλέον να ζητάμε τη συγχώρηση από τους άλλους. Τόσο η μία όσο και η άλλη πράξη μας είναι πολύ δύσκολες. Είναι πολύ πιο εύκολο να ζητάμε συγχώρηση από τον Θεό, διότι Εκείνος μας «επιβάλλεται» , κατά κάποιον τρόπο, λόγω της μεγαλοπρέπειάς Του και επειδή εύκολα αναγνωρίζουμε την εξάρτηση μας από Εκείνον, σε θεωρητικό επίπεδο -δεν μιλώ για όσους δεν πιστεύουν αλλά για τους πιστούς. Αντιθέτως είναι πολύ δύσκολο ακόμα και για εμάς τους πιστούς να αποφύγουμε την περιφρόνηση προς τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν μας επιβάλλονται προβάλλοντας το μεγαλείο τους με τρόπο εμφανή. Ακόμα, ανάμεσα στις δύο πράξεις, τη συγχώρηση που οφείλουμε να δίνουμε στους άλλους ανθρώπους και την ανάγκη να ζητάμε τη δική τους συγχώρηση, η δεύτερη είναι η δυσκολότερη. Όταν οι άλλοι μ μας ζητούν τη συγχώρηση, μοιάζουν να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και αυτό αγγίζει την καρδιά μας καθώς τονώνει την έπαρσή μας. Όμως το να ζητάμε οι ίδιοι συγχώρηση μας υποχρεώνει να κατέλθουμε από το βάθρο της φαινομενικής ανωτερότητάς μας και να αναγνωρίσουμε την εξάρτησή μας από τους άλλους.

Η ίδια έπαρση κρύβεται τόσο πίσω από την άρνησή μας να συγχωρήσουμε όσο και από τη δυσκολία να ζητήσουμε συγχώρηση. Όμως δίνοντας άφεση δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι παραιτούμαστε από την έπαρσή μας· ενώ αν κάνουμε ένα βήμα παραπάνω φτάνοντας να ζητήσουμε εμείς συγχώρηση τότε έχουμε εξαλείψει κάθε ίχνος της έπαρσης μας. Σε αυτή μονάχα την περίπτωση η καρδιά μας συγκινείται ειλικρινά και ολοκληρωτικά χωρίς κανένα αμφιταλαντευόμενο κίνητρο.

Αρνούμενοι να δώσουμε ή να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών κάνουμε την ψυχή ολοένα και πιο σκληρή. Το κακό που μας έχει προξενήσει ο πλησίον και παραμένει στη μνήμη μας, αποτελεί μία ακαθαρσία που βρίσκεται μέσα μας και μας δηλητηριάζει συνεχώς, εξαπλώνοντας τη δυσοσμία της στην ύπαρξή μας. Η εκτυφλωτική λάμψη ή το σκότος που προέρχεται από αυτό το δηλητήριο, μας τυφλώνει εμποδίζοντάς μας να αντικρίσουμε τον άλλο καθαρά. Έτσι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον Θεό ούτε να αγαπηθούμε από τους άλλους.

Μόνο η ειλικρινής συγχώρηση διαλύει αυτό το ξένο σώμα στην ψυχή μας και απομακρύνει το δοκάρι από τα μάτια μας. Επομένως μόνο η αγάπη του Θεού μπορεί να μας δώσει την άφεση. Ο άββάς Ησαΐας λέει: «Να μην έχεις μοχθηρότητα για τον άνθρωπο για να μην είναι μάταιοι οι κόποι σου. Κράτησε την καρδιά σου καθαρή προς όλους τους ανθρώπους για να δεις μέσα σου την ειρήνη του Θεού. Διότι, όπως ακριβώς το δηλητήριο διαχέεται σε όλο του το σώμα και φτάνει στην καρδιά, αν τύχει και τσιμπηθεί κάποιος από σκορπιό, έτσι και το δηλητήριο της μοχθηρίας πληγώνει την ψυχή του ανθρώπου και απειλεί να την καταστρέψει εξαιτίας του κακού που έχει υποστεί. Έτσι αυτός που δεν θέλει να ματαιοπονεί τινάζει αμέσως από πάνω του αυτό το σκορπιό , δηλαδή τη μοχθηρία και την κακοβουλία».

Το κακό που έχουμε κάνει στον άλλο αναστατώνει και αυτό ακόμα την ψυχή μας. Μας κάνει ανήσυχους. Μας εμποδίζει να κοιτάξουμε τον άλλο καθαρά στα μάτια. Κάθε φορά που τον συναντάμε νιώθουμε αμήχανα καθώς υποψιαζόμαστε ότι κρατάει μέσα του τη θύμηση από το κακό που του έχουμε κάνει. Η έπαρσή μου είναι και πάλι αυτή που με εμποδίζει να έχω καθαρές σχέσεις μαζί του. Αρκεί όμως να του ζητήσω συγχώρηση και αυτό θα οδηγήσει και τους δυο μας σε σχέσεις ανοικτές, άμεσες και ελεύθερες. Αν επιμείνω στην έπαρσή μου χωρίς να ζητήσω συγχώρηση , δεν μπορώ να σταθώ ενώπιον του Θεού και να τον αντικρίσω με το πρόσωπο και την καρδιά καθαρή. Πίσω από το αίτημα για συγχώρηση πρέπει να βρίσκεται ένα ειλικρινές αίσθημα μετανοίας. Η μετάνοια φέρνει θλίψη στα μάτια, μια θλίψη μετάνοιας, που όταν εκδηλώνεται, τα μάτια μας αποκτούν ένα βλέμμα άμεσο και διαυγές. Με αυτή την ευθύτητα της ειλικρινούς μετανοίας πρέπει να στέκομαι ενώπιον του Θεού ζητώντας την άφεση, που έχω προηγουμένως ζητήσει από τον πλησίον. Οι αμαρτίες μου προς τον Θεό είναι αναρίθμητες και συνεχείς. Όλα όσα έχω προέρχονται από τον Θεό και θα όφειλα να τα προσφέρω σε Εκείνον και στους ανθρώπους. Θα όφειλα να Τον δοξάζω συνεχώς για τις ευεργεσίες Του μέσω των λόγων και των έργων μου· όμως δεν το κάνω. Γι’ αυτό λοιπόν η μετάνοιά μου πρέπει να είναι αδιάκοπη όπως και η παράκληση για τη συγχώρηση και το έλεος Του. Να γιατί ο μοναχός της Ανατολής επικαλείται το έλεος του Θεού προσευχόμενος αδιαλείπτως. Έτσι, βλέπουμε τον Μεγάλο Αντώνιο τη στιγμή που πεθαίνει να ζητά λίγο χρόνο ακόμα για να μετανοήσει. Καθώς λοιπόν τα αμαρτήματα προς τον Θεό αποτελούν ταυτοχρόνως αμαρτήματα προς τους ανθρώπους και αντιστρόφως, τα αμαρτήματα προς τους ανθρώπους είναι και αυτά συνεχή και πρέπει να ζητάμε διαρκώς συγχώρηση για αυτά.

Εν τέλει μου είναι δύσκολο, σε οποιαδήποτε στιγμή της σχέσης μου με τον πλησίον, να πω ότι έχω συμπεριφερθεί κατά τρόπο άψογο ή ότι έχω κάνει κάθε καλό που όφειλα ή μπορούσα να κάνω για τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστράφηκα. Όταν λοιπόν κάποιος μου καταλογίζει μία συμπεριφορά, την οποία δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν κακή, δεν θα πρέπει να την αρνηθώ αλλά να αναγνωρίσω την ενοχή μου. Α ν μη τί άλλο, το λάθος μου είναι ότι έδωσα (άθελα μου έστω) την εντύπωση αυτής της κακής συμπεριφοράς. Ο αββάς Ησαΐας λέει:«Αν από επιπολαιότητα ο αδερφός σου αποδώσει μία κατηγορία, δέξου τη με χαρά· και αν εξετάσεις τον συλλογισμό του σύμφωνα με την κρίση του Θεού θα διαπιστώσεις ότι έχεις αμαρτήσει». Είναι δύσκολο να διαβεβαιώσω ότι δεν έχω καμία ευθύνη για τη δημιουργία των αναπόφευκτων όσο και συνεχών κακών που αναφύονται μέσα στους ανθρώπους και πληγώνουν και εμένα τον ίδιο. Μου είναι δύσκολο να ομολογήσω ότι η συμπεριφορά μου, οι σκέψεις και τα λόγια μου προς τους άλλους είναι όλα άψογα· ακόμα, ότι έχω δώσει στους άλλους τη δέουσα προσοχή, ώστε να μην τους δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αδιαφορώ για αυτούς. Όλοι αμαρτάνουμε προς όλους. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να μετανοούμε για τη συμπεριφορά μας προς τους άλλους. Αυτός είναι και ο λόγος που ζητάμε πάντοτε από τους ιερείς να μας μνημονεύουν κατά την προσκομιδή της Θείας Λειτουργίας, και από όλους τους ανθρώπους που γνωρίζουμε να προσεύχονται για εμάς· όπως ακριβώς οφείλουμε και εμείς να θυμόμαστε , όσο μπορούμε, στις προσευχές μας όσους γνωρίζουμε και γενικότερα όλους τους ανθρώπους. Η προσευχή μας για τους άλλους συνεπάγεται τη συγχώρηση προς εκείνους, και η παράκλησή μας να προσεύχονται για εμάς συνεπάγεται τη δική τους συγχώρηση προς εμάς.

Προσευχόμαστε για όσους γνωρίσαμε κι έχουν πεθάνει και διαμέσου της προσευχής μας τους συγχωρούμε, προσδοκώντας παράλληλα να εξασφαλίσουμε από όσους θα βρίσκονται στο μέλλον εν ζωή και ευρύτερα από ολόκληρη την Εκκλησία τη μετά θάνατον προσευχή για εμάς. Τους ζητάμε με αυτόν τον τρόπο να μας δίνουν συγχώρηση μετά τον θάνατό μας όχι στιγμιαία αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Προσευχόμαστε επίσης για τους προγόνους μας, για κάθε ψυχή εν πίστει κεκοιμημένου, επιθυμώντας να προσεύχονται μελλοντικά και για εμάς κάποιοι άλλοι, όσο θα διαρκεί το ανθρώπινο γένος. Η αδιαφορία προς τους νεκρούς αποτελεί και αυτή μια αμαρτία που μας βασανίζει.

Οι έμμεσες και οι άμεσες ανθρώπινες σχέσεις εμπεριέχουν τις αδυναμίες που έχουν όλοι οι άνθρωποι· αυτό που επιζητούμε, στον χώρο της Εκκλησίας τουλάχιστον, είναι να περικλείουν αυτές οι σχέσεις , οι οποίες δεν διακόπτονται με τον θάνατο, την αμοιβαία συγχώρηση, την προσευχή δηλαδή όλων προς όλους, έτσι ώστε ο Θεός να μας δώσει πλήρη άφεση αμαρτιών.

Αυτό ακριβώς αποτελεί μία σημαντική πτυχή της καθολικότητας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εξαγνίζεται διαρκώς μέσα από αυτή την προσευχή όλων προς όλους, μέσα από τη συνεχή και αμοιβαία μετάνοια όλων. Η καθαρότητα ή η αγιότητα της Εκκλησίας αποτελούν δυναμικά στοιχεία της ζωής της. Οι αμαρτωλοί δεν απομακρύνονται από το σώμα της Εκκλησίας, αφού δεν υπάρχουν άλλωστε μέλη της που να μην αμαρτάνουν όλοι συμμετέχουν σε αυτήν την προσπάθεια εξαγνισμού μέσω της μετανοίας, της αμοιβαίας συγχώρησης και της προσευχής όλων προς όλους, την οποία απευθύνουμε στον Θεό για να μας δώσει άφεση αμαρτιών. Η Εκκλησία δεν είναι μία κοινωνία άκαμπτη και ακίνητη αλλά μία κοινότητα σε κίνηση, που αποτελείται από ανθρώπους που αμαρτάνουν και ταυτόχρονα εξαγνίζονται μέσω της αμοιβαίας προσευχής -όχι για κάποιες αόριστες αμαρτίες αλλά για τα αμαρτήματα , τις ατελείς πράξεις και την αδιαφορία που εκδηλώνουν προς συγκεκριμένα πρόσωπα.

Μέσα σε αυτή τη ζώσα οικογένεια, εμφανίζονται συνεχώς δυσχέρειες, οι οποίες όμως ξεπερνώνται καθώς εμβαπτίζονται μέσα στη θάλασσα της αγάπης καθενός από εμάς, μέσα στην αμοιβαία αγάπη των μελών της. Όλοι αμαρτάνουν και όλοι όμως συμβάλλουν στον εξαγνισμό: μέσω του αιτήματος της συγχώρησης, μέσω της απόδοσης της συγχώρησης, μέσω της κοινής και αμφίδρομης προσευχής υπέρ της δικής τους συγχώρησης. Η αμαρτία δεν είναι μία κατάσταση που παγιώνεται. Όσοι αμαρτάνουν δεν μπορούν να αφεθούν στην αδιαφορία αλλά ωθούνται να ζητήσουν συγχώρηση. Η συνείδηση τους, που κινητοποιείται από το Άγιο Πνεύμα, τους οδηγεί σε αυτό το αίτημα. Έτσι χάρη στη μετάνοια, η αμαρτία ήδη από την εμφάνισή της αρχίζει να διαλύεται. Διαλύεται από τα αλλεπάλληλα κύματα συγχώρησης, προσευχής και αγάπης τα οποία καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα.

Κατ’ αυτό τον τρόπο όλοι παρακινούνται από το Άγιο Πνεύμα, που τους ενώνει. Το Άγιο Πνεύμα είναι ο παράγοντας αυτής της διαπροσωπικής ζωής που κατευθύνεται προς την αγνότητα και δεν μπορεί ποτέ να συμφιλιωθεί με την αδιαλλαξία ή την ακαμψία των σχέσεων εντός της Εκκλησίας. Είναι Πνεύμα ελευθερίας, διαπροσωπικής σχέσης, που αναπτύσσεται μέσα στην ελευθερία της αγάπης και δεν συμβιβάζεται με την αδιαλλαξία και τις άκαμπτες συμπεριφορές της δυσπιστίας και της αποστασιοποίησης. Τέτοιες συμπεριφορές δυσπιστίας και αποστασιοποίησης δημιουργούνται και συντηρούνται από την έπαρση, η οποία ούτε ζητά ούτε δίνει συγχώρηση. Εκεί που βασιλεύουν τα πάθη (παρότι τα πάθη μοιάζουν πολύ ευέλικτα) κυριαρχεί μια δυσκαμψία και μια έλλειψη ελευθερίας, που μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να κάμψει, καθώς Εκείνο δίνει στους ανθρώπους το χάρισμα να παραχωρούν και να ζητούν συγχώρηση, υπερπηδώντας την έπαρσή τους και τα υπόλοιπα εγωιστικά πάθη τους.

Η αμφίδρομη συγχώρηση και η προσευχή από όλους προς όλους δεν ακυρώνουν μόνο την αμαρτία· αντιπροσωπεύουν επίσης και την πνοή της αγάπης, που ανοίγει την ψυχή του ενός προς τον άλλο. Μιλώντας για την πνοή του Αγίου Πνεύματος εννοούμε ότι αυτό φέρνει την αγάπη, τη ζωή και την ελευθερία. Η πραγματική ελευθερία είναι συνδεδεμένη με την αγάπη και εκεί που υπάρχει αγάπη βρίσκεται κατεξοχήν το αγαθό, η πηγή κάθε καλού λογισμού, λόγου και πράξης. Εκεί βρίσκεται η ζωή, που είναι πλήρης δυναμισμού, διαθέσιμη σε όλους, απελευθερωμένη από κάθε έπαρση και εγωιστικό πάθος.

Με αυτόν τον τρόπο, η Εκκλησία ανανεώνεται χάρη στο Άγιο Πνεύμα, μέσω της αμφίδρομης συγχώρησης και προσευχής. Ανανεώνεται διαρκώς και επανασυνδέει τους εσωτερικούς δεσμούς της αγάπης μεταξύ των μελών της. Με άλλα λόγια ανασυγκροτεί την εσωτερική της ενότητα, αρμονία και καθολικότητα.

Η αδυναμία της χριστιανικής ψυχής να αντέξει την αμαρτία και το κακό που προκαλεί στους άλλους, και η ανάγκη της να ζητήσει και να δώσει συγχώρηση, φανερώνουν την εγγενή ικανότητα της Εκκλησίας να εξαγνίζεται, να ανανεώνεται και να ανασυγκροτεί συνεχώς την ενότητα και τους εσωτερικούς δεσμούς της, προκειμένου να αποτελεί συνεχώς μια εν Χριστώ αρμονία. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται το μυστήριο της αντοχής της μέσα στον χρόνο και της αέναης ανανέωσής της.

Πηγή:

Άγιος Δημήτριος Στανιλοάε, «Προσευχή και ελευθερία», εκδ. Εν πλω.

www.synodoiporia.blogspot.com

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Κυριακή του Τυφλού





Κυριακή του Τυφλού

Την έκτη Κυριακή από το Πάσχα εορτάζουμε το θαύμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού στον εκ γενετής τυφλό (Ιω. 9:1-38). 
Και αυτό το θαύμα έγινε με υγρό, όπως και της Σαμαρείτιδος και του Παραλύτου, και έγινε ως εξής. 
Καθώς ο Χριστός συζητούσε με τους Ιουδαίους και απεδείκνυε τον εαυτό του ίσο με τον Πατέρα και είπε: «Πριν να γεννηθεί ο Αβραάμ εγώ υπάρχω» (Ιω. 8:58), εκείνοι πήραν πέτρες για να ρίξουν εναντίον του. 
Ο Ιησούς όμως, φεύγοντας από εκεί, βρίσκει τον Τυφλό που παραπατούσε. Έτσι είχε γεννηθεί, έχοντας μόνο τη θέση και τις κοιλότητες των ματιών. 
Καθώς λοιπόν ο Σωτήρας τον βρήκε να είναι έτσι, οι μαθητές -που Τον είχαν ακούσει να λέει στον παράλυτο: «Πρόσεξε, έγινες υγιής, μην αμαρτάνεις πια» (Ιω. 5:14) και: «Η αμαρτία των γονέων πέφτει στα παιδιά» (Εξ. 20:5)- Τον ρώτησαν:
-Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός;
Μάλιστα επικρατούσε κάποια επικούρεια δοξασία ότι οι ψυχές προϋπάρχουν ως άυλες οντότητες και επειδή αμάρτησαν μπαίνουν στα υλικά σώματα. Όλα αυτά ο Χριστός τα αναίρεσε λέγοντας:
-Όχι γι’ αυτούς τους λόγους, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού, δηλαδή εμού.
Γιατί εδώ δεν γίνεται λόγος για τον Πατέρα, και το “για να” εδώ σημαίνει απόφαση και όχι αιτία (δηλαδή δεν γεννήθηκε τυφλός για να δείξει ο Χριστός τη θεϊκή του δύναμη, αλλά επειδή γεννήθηκε τυφλός ενήργησε ο Χριστός σ’ αυτόν το έργο της παντοδυναμίας Του). 
Και αφού το είπε αυτό ο Χριστός, έφτυσε κάτω και έκανε πηλό και τον έβαλε πάνω στη θέση των ματιών του και τον πρόσταξε να πάει στην πηγή του Σιλωάμ και να νιφθεί, για να δείξει ότι Αυτός είναι που πήρε στην αρχή της δημιουργίας χώμα από τη γη και έπλασε τον άνθρωπο. 
Και επειδή απ’ όλα τα μέλη του σώματος το μάτι είναι το πιο σημαντικό, έπλασε τα μάτια που δεν υπήρχαν, δείχνοντας έτσι ότι Αυτός είναι που δίνει την ενέργεια και στην ψυχή. 
Δεν χρησιμοποίησε δε νερό, αλλά φτύσμα, για να γνωρίσουμε ότι όλη η χάρη πήγαζε από το στόμα Του, και επειδή σκόπευε να τον στείλει στο Σιλωάμ. Και τον προέτρεψε να νιφθεί, για να μη νομίζει κανείς ότι από τη γη εκείνη και από τον πηλό θεραπεύτηκε. 
Τον έστειλε μάλιστα στο Σιλωάμ, για να έχει πολλούς μάρτυρες της θεραπείας του· γιατί καθώς πήγαινε με τα μάτια χρισμένα με πηλό, θα συνάντησε πολλούς. 
Μερικοί λένε ότι καθώς νίφθηκε, δεν απέβαλε τον πηλό που είχε δημιουργηθεί με το φτύσμα, αλλά ο ίδιος αυτός πηλός, με το που δέχθηκε πάνω του το νερό, μετασχηματίστηκε και δημιουργήθηκαν μάτια. 
Η λέξη Σιλωάμ ερμηνεύεται “απεσταλμένος” διότι αυτή η κολυμβήθρα βρισκόταν έξω από την πόλη της Ιερουσαλήμ. 
Την εποχή του βασιλιά Εζεκία, όταν εχθροί πολιόρκησαν στην πόλη και κατέλαβαν το Σιλωάμ, το νερό χάθηκε από εκεί. Και πριν αυτοί που βρίσκονταν μέσα στην πόλη σκάψουν πηγάδια και λάκκους για να έχουν νερό, αν κάποιος αποστελλόταν με την προσταγή τού προφήτη Ησαΐα, το νερό έτρεχε πάλι άφθονο και αυτός έπαιρνε νερό. Αν όμως κάποιος πήγαινε από μόνος του ή πήγαινε κάποιος εχθρός, το νερό χανόταν. Και από τον προφήτη έτσι γινόταν. 
Για να δείξει λοιπόν και ο Χριστός ότι και Αυτός είναι από τον Θεό, γι’ αυτό απέστειλε εκεί τον τυφλό και αμέσως ακολούθησε η όραση. 
Μερικοί πάλι νόμισαν ότι Σιλωάμ σημαίνει “απεσταλμένος” και γι’ αυτόν τον τυφλό, τον οποίο απέστειλε ο Χριστός. 
Ο τυφλός λοιπόν, αφού νίφθηκε, απέκτησε μάτια με κάποια ανείπωτη δύναμη, χωρίς ούτε ο ίδιος να εννοήσει το μυστήριο που του συνέβη. 
Οι γείτονες και οι γνωστοί του, όταν τον είδαν ξαφνικά να βλέπει, αμφέβαλλαν, εκείνος όμως βεβαίωνε ότι είναι ο πρώην τυφλός. Και όταν τον ρωτούσαν πώς βρήκε το φως του, διεκήρυττε ότι ο Χριστός τον θεράπευσε! 
Οι Φαρισαίοι, όταν άκουσαν το παράδοξο αυτό θαύμα, πάλι βλασφημούσαν τον Σωτήρα επειδή τάχα δεν τηρεί το Σάββατο. Γιατί όπως φαίνεται και το θαύμα στον τυφλό έγινε το Σάββατο. Και ανάμεσά τους έγινε σχίσμα, καθώς άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι από τον Θεό και αυτό πιστοποιείται από τα θαύματα που έχει κάνει, και άλλοι ότι δεν είναι από τον Θεό γιατί δεν τηρεί το Σάββατο. 
Αυτοί που είχαν μια ευνοϊκή διάθεση απέναντί Του, ρώτησαν τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν;» Κι εκείνος διακήρυξε τον Χριστό ως προφήτη, πράγμα που γι’ αυτούς ήταν το πιο σημαντικό. 
Οι άλλοι πάλι δεν πίστευαν ότι ήταν πράγματι τυφλός και ο Χριστός του χάρισε τη θεραπεία, γι’ αυτό κάλεσαν και τους γονείς του, ίσως μη έχοντας εμπιστοσύνη στους γείτονες. Έτσι, ενώ ήθελαν μάλλον να αποκρύψουν το γεγονός αυτό, το έκαναν περισσότερο φανερό, καθώς οι γονείς του τα επιβεβαίωσαν όλα, αν και, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι, τους είπαν να ρωτήσουν εκείνον αφού είναι ενήλικος. 
Αλλά αυτοί και πάλι είπαν στον τυφλό: «Δόξασε τον Θεό», γιατί από εκεί τάχα ήταν η θεραπεία και όχι από τον Χριστό· «αυτός είναι αμαρτωλός, επειδή καταλύει το Σάββατο». 
Ο τυφλός, θέλοντας να δηλώσει με έργα ότι ο Χριστός είναι Θεός, απάντησε: «Αυτό δεν το ξέρω· ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός, με τη βοήθειά Του βλέπω». 
Πάλι τον ρώτησαν: «Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» 
Αυτός όμως αγανάκτησε και δεν είπε λεπτομέρειες, αλλά τόνισε ότι, αν Αυτός δεν ήταν από το Θεό, δεν θα έκανε τέτοιο θαύμα. 
Αμέσως εκείνοι τον έβρισαν, επειδή ομολόγησε ότι είναι μαθητής Εκείνου και διότι είπε: «Κανείς δεν άνοιξε τα μάτια ανθρώπου γεννημένου τυφλού». Γιατί και άλλοι άνοιξαν τα μάτια τυφλών, κανείς όμως δεν άνοιξε τα μάτια γεννημένου τυφλού. 
Και αφού τον περιγέλασαν, τον έδιωξαν από την συναγωγή. 
Μετά από αυτά ο Ιησούς τον συνάντησε και του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» 
Ο πρώην τυφλός, αφού έμαθε ποιος είναι αυτός που μιλά μαζί του και βλέποντάς Τον -γιατί δεν Τον γνώριζε προηγουμένως, επειδή ήταν τυφλός- Τον προσκύνησε και έγινε μαθητής Του, διακηρύττοντας την ευεργεσία. 
Το θαύμα αυτό μπορεί να ειπωθεί και αλληγορικά: 
Τυφλός είναι ο λαός των εθνών, τον οποίον βρήκε ο Χριστός καθώς περνούσε –καθώς δηλαδή ήταν στη γη και όχι στον ουρανό· ή και διότι ήρθε για τον εβραϊκό λαό, παροδικά όμως πήγε και στα έθνη. 
Και αφού έφτυσε κάτω και έκανε πηλό, πρώτα τους έχρισε -δηλαδή τους δίδαξε, διότι ως σταγόνα κατέβηκε στη γη (Ψαλ. 71:6) και σαρκώθηκε από την αγία Παρθένο- και στη συνέχεια παρέδωσε και το θείο Βάπτισμα, το οποίο συμβολίζει ο Σιλωάμ. 
Μετά απ’ αυτά ο τυφλός που ανέβλεψε, δηλαδή ο εξ εθνών χριστιανικός λαός, μιλά με παρρησία προς όλους για τον Χριστό και καταδιώκεται και μαρτυρεί, και ύστερα ανακηρύττεται και δοξάζεται από τον Χριστό.

Με το άπειρο έλεός σου, φωτοδότα Χριστέ ο Θεός μας, ελέησε και σώσε μας. Αμήν.

ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΣΤΥΛΙΤΗΣ

 

 24 Μάϊου 

ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΣΤΥΛΙΤΗΣ 


Ο ὅσιος καὶ θεοφόρος, πατὴρ ἡμῶν Συμεὼν γεννήθηκε στὴν ᾽Αντίοχεια τὸ 521· οἱ γονείς του ἦσαν μυροποιοὶ στὸ ἐπάγγελμα καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν ῎Εδεσσα. ῾Η γέννησή του εἶχε ἀναγγελθεῖ στὴν μητέρα του, ἁγία Μάρθα (4 ᾽Ιουλ.), ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο, ὁ ὁπόιος ἐμφανίσθηκε καὶ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομά του, προλέγοντας ὅτι θὰ διῆγε, κατὰ τὸ παράδειγμά του, πολιτεία ἀσκητική. ῾Ο Συμεὼν ἦλθε ἀνώδυνα στὸν κόσμο καὶ δεχόταν μόνο τὸ δεξί στήθος τῆς μητέρας του, ἀρνούμενος νὰ θηλάσει, ὅταν ἐκείνη εἶχε γευθεῖ κρέας. ῎Αρχισε νὰ μιλάει ἀπὸ τὴν βάπτισή του, σὲ ἡλικία δύο ἐτῶν, καὶ ἐπτὰ ἡμέρες ἐπαναλάμβανε: «῞Εχω πατέρα καὶ δὲν ἔχω. ῎Εχω καὶ δὲν ἔχω μητέρα» ἐκφράζοντας ἔτσι τὴν πλήρη ἀποταγή του ἀπὸ τά ἐπίγεια. Σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν, γλύτωσε ἀπὸ θαῦμα σὲ ἕναν σεισμό (25 Μαίου 526), μαζί μὲ τὴν μητέρα του, ἐνῶ ὁ πατέρας του πέθανε κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ σπιτιοῦ τους. Λίγο ἀργότερα τὸ παιδὶ εἶδε πάνω στὸ τεῖχος τὸν Χριστὸ περιβαλλόμενο ἀπὸ πλῆθος ἁγίων, ὁ ὁποίος τοῦ δίδαξε τὴν ὁδὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν σοφία καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Μιὰ λευκοντυμένη μορφὴ ἐμφανίστηκε, κατόπιν, καὶ τὸν κάλεσε νὰ ἀκολουθήσει σὲ βουνό, ποὺ βρισκόταν σὲ ἀπόσταση δεκατριῶν χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν ᾽Αντιόχεια, πρὸς τὴν κατεύθνιση τῆς Σελευκείας, ὅπου πέρασε μερικὲς ἡμέρες συντροφιὰ μὲ τὰ θηρία. Τὸ παιδὶ ἀνακάλυψε ἐν συνεχείᾳ ἕνα μονύδριο, ὅπου τὴν ἀδελφότητα καθοδηγοῦσε ὁ στυλίτης ᾽Ιωάννης, ὁ ὁποίος εἶχε προειδοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Συμεὼν σὲ ὀπτασίες. Τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά, ὡς ἐκλεκτὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν ἔθεσε εὐθὺς ὑπὸ τὴν καθοδήγησή του, ἔκθαμβος ἀπὸ τὰ σημεία σοφίας καὶ ἐγκρατείας τοῦ ἑξάχρονου αὐτοῦ παιδιοῦ ποὺ δὲν δεχόταν νὰ γευθεῖ τροφή, παρὰ μόνο τρεῖς στὶς ἑπτὰ ἡμέρες. 
Στὶς ἀρχὲς ἀκόμη τοῦ βίου του στὸ μοναστήρι ὁ Συμεὼν ἐπιτέλεσε τὸ πρῶτο του θαῦμα γιατρεύοντας ἕναν βοσκό, ὁ ὁπόιος ἀπὸ φθόνο θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει καὶ γιὰ τιμωρία του ἔμεινε ξερὸ τὸ δεξί του χέρι. ᾽Επιθυμώντας νὰ μιμηθεῖ σὲ ὅλα τὸν πνευματικό του πατέρα, ἀφοῦ δοκιμάσθηκε ἐπαρκῶς στὴν πρόθεσή του γιὰ ἕναν χρόνο, ἔβαλε νὰ στήσουν σὲ μικρὸ ὕψος ἕναν στύλο, δίπλα στὸν στύλο τοῦ ᾽Ιωάννη, καὶ ἄρχισε ἔτσι, σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, τὴν ἄσκηση τοῦ στυλίτη, ἐνδυναμωμένος ἀπὸ ἕνα ὅραμα, στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ἡ ὄρθια στάση πάνω σὲ μία στήλη θὰ ἦταν γι’ αὐτὸν παρόμοια μὲ τὴν Σταύρωσή Του καὶ τὸ μέσον νὰ μιμηθεῖ τὸ σωτηριῶδες Πάθος Του, «Λάμποντας ὅπως ὁ ἥλιος μὲ μιὰ καθ’ ὅλα ἰσάγγελικη βιοτὴ καὶ πλῆρες θείων χαρισμάτων», γράφει ὁ βιογράφος του, «τὸ παιδὶ ἀποστράφηκε πλήρως τὰ ἐπίγεια, καὶ ἔστρεψε τὴν ἀνάβαση τῆς ψυχῆς του πρὸς τὸν οὐρανό». Πρόσθετε ἀκατάπαυστα καινούργιους μόχθους στὸν ἀγώνα του κατὰ τῆς φύσης: ὅταν ὁ ᾽Ιωάννης ἔψαλλε τριάντα ψαλμοὺς κατὰ τὴν νυκτερινὴ προσευχή του, ὁ Συμεὼν ἔψαλλε πενήντα ἢ ὀγδόντα. ᾽Αγρυπνοῦσε κάθε νύχτα, φθάνοντας στό σημεῖο νὰ ἀπαγγέλλει ὅλο τὸ Ψαλτήριο καὶ περνοῦσε τὴν ἡμέρα δοξάζοντας τὸν Θεό, μένοντας ξένος πρὸς κάθε τροφή. ῾Η καταπόνησή του προκάλεσε μάλιστα τὶς μομφὲς τοῦ ἡγουμένου ποὺ τοῦ εἶπε; «Δὲν ἀπομένει, λοιπόν, παρὰ νὰ πάρεις ἕνα ξίφος καὶ νὰ καταστρέψεις τὸν ἑαυτό σου!» Τοῦ καταλόγιζε ἐπίσης ὅτι δὲν ἄφηνε τοὺς ἄλλους μοναχοὺς νὰ ἀναπαυθοῦν μὲ τὶς ἀκατάπαυστες ψαλμωδίες του καὶ τὸν συμβούλευσε νὰ ἀρκεστεῖ νὰ τὸν μιμεῖται. ῾Ο Συμεὼν ἀποκρίθηκε στὸν Γέροντά του, χρησιμοποιώντας λόγια ἀπὸ τὶς Γραφές, ὅτι δίχως νὰ καταδικάζει τοὺς ἄλλους εἶχε ὁ ἴδιος ἀνάγκη ἀπὸ τέτοια κακοπάθεια ὥστε νὰ μὴν ἀφήνει τὸν νοῦ του νὰ βαραίνει ἀπὸ τὴν πρόσδεσή του στὴν ὕλη. 
Τὸ παιδὶ στυλίτης ἐπεδείκνυε τὴν φλόγα ἑνὸς δοκιμασμένου πολεμιστῆ στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν δαιμόνων, οἱ επιθέσεις τῶν ὁποίων ἐναλλάσσονταν μὲ οὐράνιες ὀπτασίες ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸ ἐνδυναμώσουν. Μεταξὺ ἄλλων αὐτὴ ἑνὸς πατριάρχη ποὺ ἦλθε νὰ τὸν ἀλείψει μὲ μύρο γιὰ νὰ ἀπωθεῖ τὶς προσβολὲς τῶν δαιμόνων. Κάποτε, μία τρομερὴ λαίλαπα, ποὺ προκάλεσε ὁ διάβολος, πέταξε τὸ κουβούκλιο τοῦ ὁσίου ἀπὸ τὸν στύλο, ἀλλὰ τὸ πρωὶ οἱ μοναχοὶ βρῆκαν τὸν Συμεὼν γερὸ πάνω στὸν στύλο του μὲ τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπει σὰν ἄγγελος. Λίγο πρὶν ρίξει τὰ πρῶτα δόντια του, τὸ παιδὶ εἶχε ἤδη ἀποκτήσει τὴν ἐξουσία νὰ ἐλευθερώνει τοὺς δαιμονισμένους καὶ νὰ θεραπεύει. Προέτρεπε τοὺς μοναχούς, μὲ τὴν σοφία γέροντα, νὰ κυριαρχοῦν τὰ πάθη τους μὲ τὴν φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ καὶ τοὺς ὑπέδειξε μάλιστα ἕναν Κανόνα κοινοβιακῆς ζωῆς, βασισμένο στὴν ἁγία Γραφή. ῎Ελεγε: «Τὸ καύχημα τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη ὑμνολογία καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Τὸ καύχημα τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή, διότι μὲ αὐτὴν ὁ Κύριος νίκησε τὸν θάνατο, γινόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, δανάτου δὲ σταυροῦ…»
῾Η φήμη τοῦ ἀσκητῆ καὶ θαυματουργοῦ σύντομα ἁπλώθηκε στὴν περιοχὴ προκαλώντας τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πατριάρχη ᾽Αντιοχείας ἁγίου ᾽Εφραίμ (527-345) (7Μαρτ.), καθὼς καὶ ἐκείνη μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ποὺ συνέρρεαν γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τῶν δύο στυλιτῶν. Στὶς ἀσκήσεις καὶ αὐτοπροαίρετες στερήσεις στὶς ὁπόιες ὑπέβαλλε τὴν σάρκα του, ὁ Συμεὼν προσέθεσε τὴν ἄμετρη ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον, ἔτσι ὥστε ὅταν κάποιος παρουσιαζόταν στερούμενος τὰ ἀναγκαῖα ροῦχα, ἔβγαζε καὶ τοῦ ἔδινε τὰ δικά του, ἀκόμη καὶ τὸν χειμώνα, καὶ ὑπέφερε ἐπὶ μῆνες τὸ κρύο, προστατευμένος μόνον ἀπὸ τὸ θάλπος τῆς θείας χάριτος. ᾽Επὶ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο παρέμεινε ὀκλαδόν, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ γόνατά του νὰ κολλήσουν μεταξύ τους καὶ οἱ μηροὶ καὶ οἱ ἰγνύες του νὰ γαγγραινιάσουν ἀναδίδοντας δυσωδία. ᾽Ανήσυχοι οἱ μοναχοὶ ἔφεραν ἕναν γιατρό, τὸν ὁποῖο ὁ Συμεὼν δὲν δέχτηκε καὶ θεραπεύθηκε μόνο μετὰ ἀπὸ θεία παρέμβαση. Εἰς ἔνδειξιν εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεό, παρέμεινε γονατιστὸς γιὰ πολλὲς ἡμέρες. 
Μία ἡμέρα, ἀνήμερα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐπεφοίτησε στὸν ἅγιο καὶ τὸν πλήρωσε θείας σοφίας καὶ γνώσεως μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀρχίσει νὰ συνθέτει ὁμιλίες περὶ πνευματικῆς ζωῆς, προοριζόμενες γιὰ μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, σύμφωνα μὲ τὸν Ψαλμό: ᾽Εκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων καταρτίσω αἶνον (ψαλμ. Β, 3).Γινόμενος φωστὴρ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν (533), ἀφοῦ εἰχε περάσει ἑξι χρόνια πάνω στὸν στύλο του, ἐπιθυμώντας νὰ μιμηθεῖ τὶς οὐράνιες ἀναβάσεις τοῦ ἐνδόξου προκατόχου του Συμεὼν τοῦ Παλαιοῦ Στυλίτου, ἔβαλε νὰ ὑψώσουν ἕναν στύλο ὕψους δώδεκα μέτρων, κατὰ πολὺ ὑψηλότερο ἐκείνου τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος παραπονιόταν ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ πιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ μαθητῆ του. Μόλις ὁ στύλος ἑτοιμάσθηκε, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Συμεὼν ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀνέβει ἦλθαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ μοναστήρι ὁ ἀρχιεπίσκοπος ᾽Αντιοχείας καὶ ὁ ἐπίσκοπος Σελευκείας καὶ τὸν χειροτόνησαν διάκονο. Κατόπιν τὸν συνόδευσαν ἐν πομπῇ μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς ἕως τὸν στύλο, ὅπου ἔμελλε νὰ περάσει ὀκτὼ χρόνια, τεταμένος ὅλος πρὸς τὸν οὐρανό. 
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του, γιὰ τὸν ὁπόιο εἶχε προειδοποιηθέι μὲ θεία ἀποκάλυψη, ἡ ευθύνη τῆς ἀδελφότητος περιῆλθε στὸν Συμεών, μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του. Δὲν χαλάρωσε ὡστόσο, στὸ παραμικρό, τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες του καὶ δὲν ἄφησε τὶς μέριμνες τῆς ἡγουμενίας νὰ τὸν περισπάσουν ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτο προσευχή του. Τουναντίον, ἀνέλαβε καινούργιες καὶ σκληρότερες ἀσκήσεις. ῎Εγκλειστος σὲ κουβούκλιο ἀπὸ δέρμα, δίχως φῶς καὶ ἀερισμό, ἔστεκε προσευχόμενος ἀπὸ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ἕως τὴν αὐγὴ καὶ κρεμασμένος ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ χέρι χτυποῦσε τὸ στῆθος του μὲ τὸ δεξί, βρέχοντας μὲ τὰ δάκρυά του τὰ τρίχινα ἐνδύματά του. ῎Εψαλλε ὁλόκληρο τὸ Ψαλτήριο, συνοδευόμενος ἀπὸ ἀγγελικὲς φωνές, κατόπιν ἀπήγγελλε τὸ Βιβλίο τῆς Σοφίας καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τελείωνε τὶς προσευχές του τὸ ξημέρωμα, γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ λιγάκι ἀφοῦ ἐθυμίαζε τὸν τόπο, δίχως νὰ χρειάζεται νά ἀνάψει τὸ θυμιατήριο. ῎Εφθασε μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ στερηθεῖ παντελῶς τὸν ὕπνο, ἐπὶ τριάντα ἡμέρες καὶ νύχτες, παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν τυραννία αὐτὴ τῆς φύσεως. Στὸ τέλος, ὅμως, τῆς περιόδου αὐτῆς, μία φωνὴ οὐρανόθεν τὸν πρόσταξε: «Πρέπει νὰ κοιμηθεῖς γιὰ λίγο!» ῾Η πρόοδός του αὐτὴ στὴν ἀνάτασή του πρὸς τὸν Θεὸ διπλασίασε τὶς ἐπιθέσεις ἐκ μέρους τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι πάσχιζαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸν στύλο του. ᾽Αλλὰ ὁ ὅσιος, μὲ τὴν βοήθεια τριῶν ἀγγέλων, τοὺς ἀπωθοῦσε σθεναρά. ῾Ο Θεὸς τότε τοῦ ἔδεξε ἀκόμη πιὸ περίλαμπρα τὴν εὔνοιά του μὲ ὁράματα καὶ θαύματα, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἀνάσταση ἑνὸς νεκροῦ. Τέλος δέ, ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τοῦ χορηγήσει τὴν ἐξουσία νὰ ἐκδιώκει κάθε ἀκάθαρτο πνεῦμα. Τότε οἱ ἄγγελοι ἀποσύρθηκαν, γιὰ νὰ ἀφήσουν τὸν ὅσιο μόνο ὡς οἰκονόμο τῆς θείας χάριτος πρὸς ὄφελος τοῦ πλήθους τῶν ἀσθενῶν καὶ δαιμινιζομένων ποὺ προσέτρεχαν σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ ἱκετεύσουν τὴν ἴασή τους. ῾Ο Συμεὼν ἐνεργοῦσε σὲ ὁλα, ὅπως ὁ Κύριος κατὰ τὸν ἐπίγειο βίο του; ἔδιωχνε μὲ τὴν φωνή του τοὺς δαίμονες, ἀποκαθιστοῦσε, διόρθωνε, οἰκοδομοῦσε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα, ἔτσι ὥστε διαμέσου αὐτοῦ νὰ βασιλεύει ὁ Θεὸς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Θεράπευε τοὺς ἀσθενείς, εἴτε μὲ τὸν λόγο, εἴτε μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν, εἴτε μὲ τὴν ράβδο του ἀπὸ κλαδὶ ἀμυγδαλιᾶς, εἴτε μὲ τὸ ἄγγιγμα τῆς παρυφῆς τῶν ἐνδυμάτων του, εἴτε μὲ τὴν ἁπλὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν σκόνη ἢ τὸ λάδι ποὺ εἶχε εὐλογήσει, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν λύχνο ποὺ ἄναβαν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τιμήν του ἢ τὴν ἁπλὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του. 
Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὁράματά του, προειδοποιήθηκε γιὰ τὴν κατάληψη τῆς ᾽Αντιόχειας ἀπὸ τὸν Χοσρόη, βασιλέα τῶν Περσῶν (᾽Ιούνιος 540). ῾Η προφητεία αὐτὴ ἐκπληρώθηκε καὶ ἀφοῦ ἡ πόλη κάηκε καὶ οἱ κάτοικοί της σφαγιάσθηκαν ἢ ἐξορίσθηκαν, οἱ βάρβαροι ξεχύθηκαν στὴν ὕπαιθρο, ἐρημώνοντας τὴν χώρα. Φθάνοντας κοντὰ στὸ μοναστήρι, μόνο ἡ προσευχὴ τοῦ Συμεὼν τοὺς ἀπομάκρυνε. ᾽Αλλὰ ὁ φόβος γιὰ νέες σφαγὲς τρομοκράτησε τόσο τοὺς μοναχούς, ὥστε ἐγκατεαειψαν μέχρις ἑνὸς τὸ μοναστήρι, παρὰ τὶς νουθεσίες τοῦ ὁσίου. ῞Οταν οἱ Πέρσες ἕφθασαν στὴν μονή, δύο ἄγγελοι ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ προστατεύσουν τὸν Συμεὼν τοὺς ἔτρεψαν σὲ φυγὴ καὶ τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα οἱ μοναχοὶ μπόρεσαν νὰ ἐπιστρέψουν πάλι στὸν τόπο τους. ῾Ο ὅσιος Συμεὼν ἐλευθέρωσε τότε πλῆθος φυλακισμένων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπικαλεστέι τὸ ὄνομά του στὴν δεινὴ θέση ποὺ βρίσκονταν, καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕναν μοναχὸ ποὺ τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει κατὰ τὴν κατάληψη τῆς πόλης. 
Καθὼς ἡ φῄμη του εἶχε ἁπλωθέι σὲ ὅλη τὴν χώρα, δὲν μποροῦσε νὰ ἀπολαύσει τὴν ἠσυχία ποὺ ἀναζητοῦσε κι ἔτσι σὲ ἡλικία εἰκοσι ἐτῶν (541), ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν στύλο καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἔρημη ἐκείνη τοποθεσία, τὴν ἀπρόσβατη καὶ βρίθουσα ἄγριων θηρίων, ὅπου εἶχε περάσει κάποιο διάστημα, παιδί, στὴν ἀρχὴ τῆς σταδιοδρομίας του. Σὲ ἕνα ὅραμα, ὁ Χριστὸς τοῦ ὑπέδεξε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ποὺ ἔκτοτε ὀνομάθηκε Θαυμαστὸ ῎Ορος, ἕναν βράχο ποὺ τὸν σκίαζε ἡ θεία δόξα. Κατὰ τὴν ἀνάβαση τοῦ Συμεὼν στὸν βράχο, πάνω στὸν ὁπόιο ἐπρόκειτο νὰ σταθεῖ, σὰν σὲ φυσικὸ στύλο, ἡ ἀδελφότητα τῶν μοναχῶν ἐγκατεαειψε τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ ἕνα προσωρινὸ κατάλυμα, χωρὶς ἀνέσεις. Τὴν ἄλλη ἡμέρα τῆς ἐγκατάστασής του, τὰ πλήθη, βρίσκοντας ἔρημο τὸ μοναστήρι, ἀνακάλυψαν τὸ νέο ἐρημητήριο τοῦ ὁσίου καὶ ἀνοίγοντας δρόμο μέσα στὸ δάσος ἦλθαν νὰ τοῦ προσκομίσουν τοὺς ἀρρώστους τους. Μὲ θλίψη, ἀλλὰ ἀδυνατώντας νὰ ἀρνηθεῖ νὰ θέσει τὴν προσευχή του στὴν ὑπηρεσία τοῦ πάσχοντος λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Συμεὼν συνέχισε νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα καὶ ἰάματα. «ὅταν ἕνας φοβερὸς λοιμὸς ἐνέσκηψε στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, πλήττοντας ἰδιαίτερα τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ᾽Αντιόχεια (542), μόνον σὲ ὅσους ἐπικαλοῦνταν τὴν βοήθεια τοῦ ὅσιου στυλίτη χαρίστηκε ἡ μάστιγα. Κατόπιν, ἕνας σεισμὸς ποὺ εἶχε προαναγγείλει ὁ ὅσιοςκλόνισε τὴν ᾽Αντιόχεια (551). Γιὰ πολλὲς ἡμέρες, οἱ τρομοκρατημένοι κάτοικοι προσεύχονταν νύχτα καὶ μέρα καὶ προσέρχονταν στὸ Θαυμαστὸ Ὄρος γιὰ νὰ ἱκετεύσουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ μεσιτεύσει γιὰ χάρη τους. Καὶ οἱ προσευχὲς τοῦ ὁσίου Συμεὼν ἔβαλαν, ὄντως, τέρμα στὴν συμφορά. 
Καθὼς χιλιάδες προσκυνητές, δαιμονιζόμενοι καὶ ἄρρωστοι προσέρχονταν στὸν ὅσιο, σὲ τοῦτο τὸν ἔρημο καὶ ἄνυδρο τόπο, ὁ Κύριος ἀνήγγειλε στὸν Συμεὼν ὅτι θὰ φρόντιζε γιὰ τὶς ἀνάγκες τους. ῞Ενας ἄγγελος ἐμφανίσθηκε καὶ χάραξε στὸ χῶμα τὸ σχέδιο μιᾶς τεράστιας μονῆς καὶ ἑνὸς ναοῦ, στὸ ἴδιο ἐκέινο μέρος ποὺ εἶχε καταλάβει ὁ στυλίτης, ἐνῶ φωτεινὴ νεφέλη κάλυψε τὸ Θαυμαστὸ ῎Ορος. Λίγο ἀστότερα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν ᾽Ισαυρία θεραπεύθηκαν ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ συμμετέιχαν στὸ κτίσιμο. Τοὺς ἀντικατέστησαν στὴν συνέχεια ἄλλες ὁμάδες ποὺ διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη, ἔτσι ποὺ τὸ οἰκοδόμημα προόδευε γρήγορα, δίχως νὰ ἐμποδίζονται οἱ μοναχοὶ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ὅσιος μερίμνησε νὰ φθάσει ἕως ἐκεί ἄφθονο νερὸ καὶ χάρη στὶς προσευχές του οἱ στέρνες παρέμεναν ἀνεξάντλητες. Στὸ κέντρο τοῦ συγκροτήματος ποὺ ἀποτελοῦσαν ὁ ναὸς καὶ τὰ μοναστικὰ οἰκοδομήματα σὲ σταυροειδῆ διάταξη, ὑψώθηκε ἕνας στύλος γιὰ τὸν ὅσιο. Στὶς 4 ᾽Ιουνίου 551, ὁ ὅσιος Συμεὼν κατέβηκε ἀπὸ τὴν βραχώδη κορφὴ ὅπου ἔστεκε ἐπὶ δέκα χρόνια καὶ τοποθετημένος ἀπὸ τοὺς μοναχούς του σὲ ἕναν θρόνο, κρατώντας στὸν κόρφο του τὰ ἅγια Εὐαγγέλια, ἔκανε τὸν γύρο τῆς μονῆς γιὰ νὰ εὐλογήσει τὰ κτήρια, ἐνῶ προπορευόταν ἡ μητέρα του, ἁγία Μάρθα, φέροντας τὸν σταυρὸ καὶ ψάλλοντας τὸ Ἀλληλούια. Κατόπιν οἱ μοναχοὶ τὸν πῆραν στὰ χέρια, ὡς σκεῦος ἱερό, τὸν προσκύνησαν καὶ τὸν ἀπέθεσαν στὴν ἐξέδρα τοῦ νέου στύλου, τὸν ὁπόιο ὁ Χριστός, φανερωθεὶς ἐν πλήρει δόξῃ μόλις εἶχε εὐλογήσει. ᾽Απὸ τὸ ὕψος τοῦ στύλου αὐτοῦ, ὅπου εἰδε μία ἡμέρα μία κλίμακα ποὺ ἔφθανε ἕως τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὅσιος δὲν ἔπαυε ἐντούτοις νὰ ἀγρυπνᾶ γιὰ τὴν εὐταξία τῆς ἀδελφότητος. Σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικὸ τοῦ ὁσίου, οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ τρόφιμα ποὺ ἐκόμιζαν ὡς προσφορὲς οἱ προσκυνητὲς καὶ πήγαιναν νὰ ἐργαστοῦν στὰ περιβόλια τοῦ κάτω μοναστηριοῦ γιὰ νὰ ἐξασφαλιζουν τὰ χρειώδη γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ τὰ πλήθη τῶν ἐπισκεπτῶν. ῾Η ἔλλειψη τροφῆς προκάλεσε κάποτε τὸν γογγυσμὸ καὶ τὴν ἐξανάσταση ὁρισμένων μοναχῶν, ὑποκινημένων ἀπὸ κάποιον ᾽Αγκουλᾶ, ποὺ δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ κακολογεῖ τὸν ὅσιο μὲ πρόσχημα τὴν ὑπερβολικὴ γενναιοδωρία του. ῾Ο διάβολος, ἀνίσχυρος νὰ ἐπιτεθεῖ στὸν ἴδιο τὸν ὅσιο, δοκίμαζε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸν Συμεών, ὁ ὁποῖος, ἐντούτοις, δὲν παρεξέκλινε ἀπὸ τὴν πραότητά του ἀπέναντι στοὺς ἀπείθαρχους. Τοὺς ὑπενθύμισε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει ποτὲ ὅσους τὸν ὑπηρετοῦν καὶ μὲ τὴν προσευχή του οἱ ἀποθῆκες τοῦ μοναστηριοῦ γέμισαν γεννήματα, ἀνεξάντλητα ἐπὶ τρία χρόνια. Στὴν ἀδελφότητα τῶν μαθητῶν του ἦλθαν νὰ προστεθοῦν Ἴβηρες καὶ ἔκτοτε ἀπετέλεσαν ἰδιαίτερη κοινότητα στὸ Θαυμαστὸ ῎Ορος ποὺ διατηροῦσε διαρκεῖς σχέσεις μὲ τὴν Γεωργία, ὅπου τιμόταν ὅλως ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Συμεών. 
Τὸ 557, ὕστερα ἀπὸ ἕνα τρομερὸ ὅραμα, ὁ Συμεὼν ἀνήγγειλε μεγάλους σεισμοὺς καὶ ἐπὶ ἑξήντα ἡμέρες οἱ μοναχοί του ἔψαλλαν τροπάρια ποὺ συνέθεσε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ κατευνάσουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν πρόβλεψή του, ὁ σεισμὸς ἔπληξε σκληρὰ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Νίκαια, κατέστρεψε τὴν Νικομήδεια καὶ τὸ Ρήγιο τῆς Καλαβρίας, προκαλώντας μόνο ἐλάσσονες καταστροφὲς στὴν ᾽Αντιόχεια, χάρη στὴν προστασία τοῦ ὁσίου, Λίγο μετά, ὅμως, τὴν ἀποφυγὴ τῆς καταστροφῆς αὐτῆς, μία ἐπιδημία, τὴν ὁποία ἐπίσης προέβλεψε ὁ ὅσιος Συμεών, ἐνέσκηψε στὴν ᾽Αντιόχεια. Χάρη στὶς προσευχὲς τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἕνα τμῆμα τῆς πόλης γλύτωσε· ἀπεναντίας, ὅμως, ἡ ἐπιδημία ἔφθασε στὸ Θαυμαστὸ ῎Ορος, ὅπου μερικοὶ μοναχοὶ ὑπέκυψαν καὶ ἀπεβίωσαν. Μεταξὺ τῶν θυμάτων ἦταν καὶ ὁ Κόνων, ἀγαπητὸς μαθητὴς τοῦ ὁσίου, τὸν ὁποῖο ὁ Συμεὼν ἀνέστησε. 
Παρὰ τὶς πιέσεις τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μεταλαμβάνει τῆς θείας Κοινωνίας ἀπὸ τὸν θεοφόρο αὐτὸ Πατέρα, τὰ θαύματα τοῦ ὁποίου ἦσαν ἐχέγγυο τῆς ὀρθοδοξίας, ὁ Συμεὼν ἀρνιόταν νὰ λάβει τὴν ἱερωσύνη, μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ σὲ ἡλικία τριάντα τριῶν ἐτῶν (554), ὑπακούοντας σὲ φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, δέχθηκε νὰ χειροτονηθέι ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Σελευκείας Διονύσιο, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε γιὰ νὰ τὸν συναντήσει στὴν κορυφὴ τοῦ στύλου του. Συνέχισε, λοιπόν, νὰ διδάσκει τὴν ἀληθινὴ Πίστη καὶ νὰ μάχεται τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς δεισιδαιμονίες ποὺ ἦσαν διαδεδομένες ὄχι μόνο στὸν λαό, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ὑψηλῶν προσώπων τῆς ᾽Αντιόχειας.
῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ βοήθῃσε μὲ τὶς προσευχές του τὶς συμμαχικὲς δυνάμεις τῶν Βυζαντινῶν που εἰχαν ἐκστρατεύσει κατὰ τοῦ ᾽Αλμουδανοῦ, Σαρακηνοῦ πρίγκιπα, ὑποτελῆ τοῦ Χοσρόη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαπολύσει αἱματηρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Προέιπε τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο τοῦ ᾽Ιουστίνου Β’ (565) καὶ στὸν ᾽Ιωάννη τὸν Σχολαστικὸ τὴν ἐνθρόνισή του ὡς οἰκουμενικοῦ πατριάρχου. Στὴν ᾽Αντιόχεια, προανήγγειλε τὸν θάνατο τοῦ πατριάρχη Δομνίνου καὶ προέβλεψε ὅτι τὴν θέση του θὰ ἔπαιρνε ὁ ᾽Αναστάσιος (559). Μετὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας ποὺ τὸν ἀφοροῦσε, ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουστίνος ἔδεξε μεγάλο θαυμασμό γιὰ τὸν ὅσιο στυλίτη καὶ βρισκόταν σὲ διαρκῆ ἐπαφὴ μαζί του γιὰ νὰ τὸν συμβουλεύεται. Κάποτε τοῦ ἔγραψε γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσει ὅτι ἡ θυγατέρα του κατεχόταν ἀπὸ δαίμονα καὶ ὁ ὅσιος τοῦ ἀπήντησε ὅτι μποροῦσε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, ἐπειδὴ θὰ θεραπευόταν, μόλις λάβαινε τὴν ἐπιστολή του. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ἀρρώστησε, φώναξε ἕναν ἀπατεώνα ῾Εβρᾶιο. Προειδοποιημένος ἀπὸ ὅραμα, ὁ ὅσιος Συμεὼν ἔγραψε στὸν πατριάρχη νὰ ἐπισημάνει στὸν αὐτοκράτορα ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποφύγει παρόμοιες πρακτικὲς ποὺ προκαλοῦσαν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ῾Ο ἡγεμόνας, ὅμως, ἐξαπατημένος ἀπὸ τὸν ἀπατεώνα αὐτό, δὲν ὑπάκουσε καὶ λίγο ἀργότερα ὁ ᾽Ιουστίνος ἔχασε τὰ λογικά του, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε ἀποκαλυφθέι στὸν Συμεών. Τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε, ὑπέδειξε αὐτοκράτορα τὸν Τιβέριο Β’ (578).
᾽Αφοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε ἡ ζωντανὴ ἐφαρμογὴ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: ῾Ο πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει (Ἰω, 14, 12), ὁ ὅσιος Συμεών, αἰσθανόμενος ὅτι ἡ ἐπίγεια διαμονή του πλησίαζε στὸ τέλος της, προφήτευσε ἐνώπιον δύο μοναχῶν του τὴν ἀνυποληψία στὴν ὁποία θὰ περιέπιπτε τὸ μοναστήρι μετὰ τὸν θάνατό του, ἐξαιτίας τῶν μηχανορραφιῶν τοῦ ᾽Αγκουλᾶ. Κατόπιν ἀποκάλυψε ὅτι, νέος ἀκόμη, εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν χάρη νὰ στερείται ἐντελῶς τροφῆς καὶ ὅτι κάθε Κυριακή, μετὰ τὴν θεία Λειτουργία, ἕνας ἄγγελος τοῦ ἔφερνε ἕνα μυστηριῶδες ἔδεσμα. ᾽Εν συνεχείᾳ ἀπηύθυνε τὶς τελευτᾶιες πνευματικὲς συμβουλές του στοὺς μαθητές του καὶ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἑνὸς ἐτῶν (24 Μάιου 592), γιὰ νὰ μεταβέι στὶς μονὲς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ὁποίους τόσο καλὰ εἶχε μιμηθεῖἐπὶ γῆς.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»
Τόμος 9ος (Μαΐου)

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Οσία Ευφροσύνη, ηγουμένη της μονής Πολότσκ



23 Μαΐου  
Οσία Ευφροσύνη, ηγουμένη της μονής Πολότσκ 
Θυγατέρα του ηγεμόνος του Πολότσκ, (1) Σβιατοσλάβ, εγγονού του αγίου Βλαδιμήρου και εξαδέλφη του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνού(1143-1180), η οσία Ευφροσύνη πέρασε τα παιδικά της χρόνια μελετώντας τα ιερά βιβλία και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων. Σε ηλικία δώδεκα ετών, καθώς η φήμη της ομορφιάς και των γνώσεών της είχε απλωθεί παντού, οι γονείς της ετοιμάζονταν να την παντρεύσουν. 
Μόλις το έμαθε, η Ευφροσύνη κατέφυγε στην θεία της, την ηγουμένη Ρωμανή, για να λάβει το μοναχικό Σχήμα. Όμως, δεν έμεινε για πολύ στην μονή αυτή και πήρε από τον επίσκοπο του Πολότσκ την άδεια να διαμένει κοντά στον καθεδρικό ναό. Περνούσε τον χρόνο της προσευχομένη και αντιγράφοντας βιβλία που πουλούσε για να δίνει ελεημοσύνη σε όσους είχαν ανάγκη. 
Άγγελος Κυρίου της παρουσιάσθηκε τρεις φορές για να της υποδείξει τον τόπο όπου ο Θεός την καλούσε να ιδρύσει μονή σε ένα χωριό κοντά στην πόλη. Έκτισε εκεί λιθόκτιστο ναό και ίδρυσε μονή, στην οποία δέχθηκε, παρά την αντίσταση των γονέων της, την αδελφή της Ευδοκία, την εξαδέλφη της, τις δύο ανηψιές της, καθώς και πλήθος άλλων νέων κοριτσιών από ευγενείς οικογένειες, τα οποία καθοδηγούσε με λεπτή διάκριση στην οδό που άγει στον Θεό. 
Φρόντισε κατόπιν για την ανέγερση δεύτερου ναού, αφιερωμένου στην Θεοτόκο, και ίδρυσε εκεί ανδρώα μονή, στην οποία δώρισε μία εικόνα που είχε λάβει από τον αυτοκράτορα Μανουήλ, φιλοτεχνημένη, καθώς έλεγαν, από τον άγιο απόστολο Λουκά στην Έφεσο. Πολλοί λαϊκοί επίσης έρχονταν να λάβουν τις συμβουλές της και γνώριζε να κατευθύνει μετά διακρίσεως όσους είχαν κληθεί να διαγάγουν μοναχικό βίο ή να αναλάβουν την ευθύνη των ψυχών. 
Φθάνοντας σε προχωρημένη ηλικία, η οσία Ευφροσύνη παραχώρησε την διοίκηση της μονής στην Ευδοκία και ανέλαβε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, όπου επιθυμούσε να τελειώσει την επίγεια ζωή της. Στην Κωνσταντινούπολη προσκύνησε όλους τους ιερούς τόπους και έγινε δεκτή με τιμές από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Φθάνοντας στους Αγίους Τόπους, ένας άγγελος της εμφανίσθηκε και της ανήγγειλε το επικείμενο τέλος. Αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, εκοιμήθη εν ειρήνη στις 23 Μαΐου 1173 και ενταφιάσθηκε στην Μονή του αγίου Θεοδοσίου. 
Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαδίνο (1187), τα τίμια λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, όπου παρέμειναν μέχρι το 1910, οπότε και παραδόθηκαν στην μονή της στο Πολότσκ. (2)

(1)Σε απόσταση 200 περίπου χλμ. από το Μίνσκ, στην Λευκορωσία. 
(2)Η ανακομιδή αυτή εορτάζεται στις 28 Αυγούστου. Τα τίμια λείψανα της αγίας αφαιρέθηκαν από τους κομμουνιστές και κατατέθηκαν στο Μουσείο της Αθεΐας του Βιτέμπσκ. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως, οι πιστοί τα πήραν και τα μετέφεραν πάλι στην μονή. 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),

 


Όσιος Συάγριος, Επίσκοπος Νίκαιας Γαλλίας



Όσιος Συάγριος, Επίσκοπος Νίκαιας Γαλλίας

23 Μαΐου
Ο Όσιος Συάγριος έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από την Γαλλία. Υπήρξε επίσκοπος της Νίκαιας της Γαλλίας. Έγινε μοναχός στη νήσο των Λερίνων και αργότερα ίδρυσε μονή στην περιοχή της Προβηγκίας. 
Ο βίος του Συαγρίου αναφέρει πως υπήρξε άνθρωπος σεμνός, ενεργητικός και γεμάτος ζήλο για τη σωτηρία των ψυχών. Αποδίδεται σε αυτόν και θαύμα: η ανάσταση ενός παιδιού που είχε σκοτωθεί από άλογο. 
Κοιμήθηκε με ειρήνη το 787 μ.Χ., στην πόλη Νίκαια της Γαλλίας.

Όσιος Ευμένιος Σαριδάκης † 23 Μαΐου

 
Όσιος Ευμένιος Σαριδάκης 
† 23 Μαΐου
Τκγ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν, Εὐμενίου τοῦ Κρητός, τοῦ ἐν ἐσχάτοις χρόνοις διαλάμψαντος ἐν Ἀθήναις.

Στίχοι.
Λεπρῶν καὶ νοσούντων λοιμικῶς ἀκέστωρ
πιστῶν, Εὐμένιε, ποδηγέτα, ὤφθης.

Συναξάριον. 
Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Εὐμένιος πατρίδα ἔσχε τὴν Ἐθιὰ τῆς ἐπαρχίας Μονοφατσίου, τοῦ Ἡρακλείου Κρήτης. Ἔρωτι θείῳ τρωθεὶς παιδιόθεν ἠκολούθησε μοναστῶν ταῖς τρίβοις ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Νικήτα, τῇ πλησίον τῆς αὐτοῦ γενετείρας κειμένῃ. Κατὰ τὴν κουρὰν αὐτοῦ ἔλαβε τὴν κλῆσιν Σωφρόνιος καὶ κατὰ τὴν χειροτονίαν αὐτοῦ εἰς ἱερομόναχον ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου ἐν τῇ Μονῇ Καλυβιανῆς τὴν κλῆσιν Εὐμένιος. Προσβληθεὶς ὑπὸ τῶν βελῶν τοῦ μισοκάλου Βελίαρ ἦλθεν εἰς τὴν τοῦ Κουδουμᾶ περίδοξον Μάνδραν, εἰς ἣν καὶ ἠλευθερώθη τῆς τοῦ παγκάκου ἐπηρείας. Ἀσθενήσας ἐκ νόσου λοιμικῆς ἦλθεν εἰς τὸ Νοσοκομεῖον Λοιμωδῶν Νόσων τῶν Ἀθηνῶν, ὃ ἔδειξε κονίστραν τῶν ἀσκητικῶν αὐτοῦ παλαισμάτων καὶ παλάτιον συμπαθείας τῶν κατατρυχομένων καὶ ἀλγεινῶς νοσούντων. Ἐν τῷ Νοσοκομείῳ τῶν Λοιμωδῶν Νόσων ἐπεράτωσε τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ ὑπηρέτησε προθύμως τῷ ὁσίῳ Νικηφόρῳ, τοὐπίκλην Τζανακάκη, τῷ τυφλῷ, λεπρῷ καὶ παραλύτῳ. Διηκόνησε πᾶσι τοῖς ἐμπεριστάτοις καὶ κατωδύνως νοσοῦσι καὶ ἀνεδείχθη πνευματικὸς πατὴρ καὶ ἰθυντὴρ πρὸς σωτηρίαν πληθύος Ἀθηναίων χριστωνύμων. Ὑπέμεινεν ἀγογγύστως, τὸν Ἰὼβ μιμούμενος, τὰς τῆς σαρκὸς αὐτοῦ ἀσθενείας καὶ διεκρίθη διὰ τὴν ταπείνωσιν, πραότητα καὶ συμπάθειαν αὐτοῦ πρὸς πάντα κάμνοντα. Ἐκοιμήθη ἐν Ἀθήναις τῇ ΚΓ΄ Μαΐου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1999, ἔνθα τὸ χαριτόβρυτον αὐτοῦ σκήνωμα ἐξετέθη πρὸς προσκύνησιν ἐν τῷ Ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ Νοσοκομείου Λοιμωδῶν Νόσων καὶ ἐδέξατο τὸν τελευταῖον ἀσπασμὸν ἀπείρου πενθηφόρου πλήθους. Πανδήμως ἐκηδεύθη ἐν τῇ πατρῴᾳ αὐτοῦ γῇ. 
Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Δημοφιλείς αναρτήσεις